* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
Ο Κάρλος Αρσέσιο Μπιάνκι (Carlos Arcesio Bianchi, γεννήθηκε 26 Απριλίου 1949), είναι Αργεντινός πρώην ποδοσφαιριστής και μετέπειτα προπονητής. Ένας ιδιαίτερα αποτελεσματικός κεντρικός επιθετικός αναδείχθηκε 8 φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος στη χώρα του και τη Γαλλία.[1] Εξαιρετικά επιτυχήμενη ήταν η καριέρα του ως προπονητή, ως ο μόνος με τέσσερις τίτλους του Κόπα Λιμπερταδόρες.[2]
Βιογραφία
Γεννημένος στην πόλη του Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, ο Μπιάνκι μεγάλωσε σε οικογένεια μεσαίας τάξης. Ο πατέρας του εργαζόταν ως πωλητής και ο γιος του τον βοηθούσε τακτικά μέχρι που ξεκίνησε την καριέρα του ως παίκτης στο πρωτάθλημα πρώτης κατηγορίας για την Βέλες Σάρσφιλντ, το σύλλογο που ήταν οπαδός του.[3][4]
Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία 18 ετών σε ισοπαλία 1–1 με αντίπαλο τη Μπόκα Τζούνιορς. Την αμέσως επόμενη χρονιά με επτά δικά του γκολ σε 11 αγώνες η Βέλες στέφθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της πρωταθλήτρια στο πρωτάθλημα Νασιονάλ, το μόνο συλλογικό τίτλο που κατέκτησε ως παίκτης.[5] Ήταν ιδιαίτερα καλός τεχνικά, ψύχραιμος μπροστά στο αντίπαλο τέρμα και αίσθηση του γκολ.[3] Το ένστικτό του ήταν εντυπωσιακό. Είχε αναγνωρίσει τη δυναμική του και το εμπιστευόταν με κλειστά μάτια.[5] Το 1970 ήταν πρώτος σκόρερ με 18 γκολ στο Μητροπολιτικό Πρωτάθλημα, όπως επίσης το 1971 με 36 γκολ.[6] Στα τέλη του 1971, η Κρουζ Αζούλ του Μεξικού τον αγόρασε για ένα ποσό ρεκόρ. Ξεκίνησε να αγωνίζεται αλλά έπρεπε να επιστρέψει στη Βελέζ, επειδή η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Αργεντινής εξέδωσε ψήφισμα που απαγόρευε την πώληση παικτών κάτω των 22 ετών στο εξωτερικό για να έχουν ευχέρεια να συμμετέχουν στην εθνική ομάδα.[7] Το 1972 ήταν και πάλι πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 27 γκολ, ενώ και τις δύο αυτές χρονιές ήταν πρώτος σκόρερ στη Νότια Αμερική (θέση αντίστοιχα με αυτή του Χρυσού Παπουτσιού).[8]
Το 1973 πήρε μεταγραφή στη Γαλλία και στη Σταντ ντε Ρενς. Η ικανότητά του στο σκοράρισμα έγινε αμέσως εμφανής και σημείωσε 107 γκολ πρωταθλήματος σε τέσσερις σεζόν, ενώ ήταν ο κορυφαίος σκόρερ στο γαλλικό πρωτάθλημα το 1974, 1976 και 1977 σημειώνοντας 30, 34 και 28 γκολ, αντίστοιχα. Το 1977, εντάχθηκε στην Παρί Σεν Ζερμέν, όπου ήταν και πάλι ο κορυφαίος σκόρερ του πρωταθλήματος σε δύο σεζόν που πέρασε στο σύλλογο σημειώνοντας συνολικά 71 τέρματα σε 80 επίσημους αγώνες.[2][9][10]
Στη σεζόν 1979–80 έπαιξε στη ΡΚ Στρασμπούρ, χωρίς επιτυχία, σημειώνοντας μόνο οκτώ γκολ.[11] Επέστρεψε στη χώρα του το 1980 για να παίξει για την παλιά του ομάδα, όπου ήταν κορυφαίος σκόρερ το 1981 για όγδοη φορά στην καριέρα του με 15 γκολ.[6] Έκλεισε την καριέρα του στη Ρεμς όπου θα αγωνιστεί για ένα ακόμη χρόνο. Οι 5 τίτλοι πρώτου σκόρερ στη Γαλλία είναι ρεκόρ που παραμένει (μαζί με τους Ζαν Πιερ Παπέν και το Ντέλιο Όνις).[12]
Ο Μπιάνκι είναι ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία της Βέλες με 206 γκολ και 14ος συνολικά στο πρωτάθλημα πρώτης κατηγορίας της Αργεντινής. [13] Είναι επίσης στους 10 καλύτερους σκόρερ στην ιστορία του γαλλικού πρωταθλήματος με 179 γκολ.[11] Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, αναγνωρίστηκε από την IFFHS ως ο κορυφαίος σκόρερ της Αργεντινής στην ιστορία των πρωταθλημάτων πρώτης κατηγορίας, σημειώνοντας συνολικά 385 γκολ (206 στην Αργεντινή και 179 στη Γαλλία) ξεπερνώντας τον Αλφρέδο Ντι Στέφανο (376 γκολ),[14] μία μεγάλη τιμή που δεν αναγνωρίζεται από πολλούς λόγω της προπονητικής του καριέρας που επισκιάζει τη σταδιοδρομία του ως παίκτης. Είχε επίσης 14 συμμετοχές για την Αργεντινή, σημειώνοντας 7 γκολ, όλες στο χρονικό διάστημα της πρώιμης καριέρα του στην Αργεντινή, καθώς μετά δεν κλήθηκε στην εθνική ομάδα.[7][5] Συνολικά κατά τη διάρκεια της καριέρας του σημείωσε 433 τέρματα σε επίσημους αγώνες.[12]
Ως προπονητής ξεκίνησε την καριέρα του στη Γαλλία χωρίς όμως να γνωρίσει ιδιαίτερη επιτυχία αποκτώντας σημαντική εμπειρία. Το 1993 επέστρεψε στην πατρίδα του αναλαμβανοντας τη Βέλες κερδίζοντας με την πρώτη του χρονιά το πρωτάθλημα Κλαουσούρα και στη συνέχεια το Κόπα Λιμπερταδόρες και το Διηπειρωτικό Κύπελλο.[15] Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως προπονητή της Βέλες, έγινε γνωστός ως Viceroy (ο Αντιβασιλέας) για ιστορικούς λόγους καθώς ο Μπιάνκι απέκτησε αρκετούς τίτλους ως παίκτης και προπονητής.[1][16] Στη ομάδα έμεινε για τρία χρόνια και μετά από σύντομο διάστημα στην Ιταλία και τη Ρόμα επέστρεψε το 1998 στην Αργεντινή αναλαμβάνοντας τη Μπόκα Τζούνιορς. Η πρώτη περίοδος παρουσίας του (1998–2001) συνδυάστηκε με μία από τις καλύτερες περιόδους στην ιστορία του συλλόγου κατακτώντας το τρεμπλ το 2000, με δύο Κόπα Λιμπερταδόρες (2000, 2001) και τρία εγχώρια πρωταθλήματα. Ο ίδιος θεωρείται ο πιο επιτυχημένος προπονητής στη Μπόκα και παράλληλα είναι ο άνθρωπος που με το σύνολο 9 τίτλων έχει συγκεντρώσει τους περισσότερους από κάθε άλλον στην ιστορία της ομάδας.[17] Επανήλθε στο σύλλογο το 2003–04 κατακτώντας και τον τέταρτο τίτλο του κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης της Νότιας Αμερικής, ενώ κέρδισε και τον τρίτο Διηπειρωτικό Κύπελλο της σταδιοδρομίας του.[4][15] Το τρίτο πέρασμά του από το σύλλογο για ένα χρόνο δεν ήταν επιτυχές.[18] Η IFFHS τον βράβευσε δύο φορές με τον τίτλο του κορυφαίου προπονητή του κόσμου (2000, 2003).[16][19]