Ο Ιωάννης Δοκειανός[1] (15ος αιώνας) ήταν λόγιος και συγγραφέας ρητορικών λόγων, που ήκμασε στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τα πρώτα μετά την Άλωση.
Ήταν μέλος της οικογένειας των Δοκειανών του Βυζαντίου που κατάγονταν από την μικρασιατική πόλη Δοκεία[2] (σήμερα Τόσια, που γράφεται Tosya, 55 χλμ νότια της Κασταμονής[3]). Το 1450 έγραψε εγκώμιο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου το οποίο σώζεται μαζί με άλλα δέκα κείμενά του σε χειρόγραφο από το 1550-1599 που βρίσκεται στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια[4][5]. Σε αυτό δε διστάζει να τον συγκρίνει με τον ήρωα της αρχαιότητας Θεμιστοκλή, διότι κατέλαβε την Αθήνα από το Νέριο Β' Ατσαγιόλι, έστω και προσωρινά το 1445-1446[6]. Ήταν ανθενωτικός, άσπονδος εχθρός των Λατίνων.
Επέζησε της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453. Θαύμαζε τον Γεώργιο Σχολάριο κι όταν αυτός τον κάλεσε εργάστηκε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή με διευθυντή το Ματθαίο Καμαριώτη[7]. Το 1472 όταν πέθανε ο Σχολάριος, έγραψε επίγραμμα που σώζεται σε ελληνικό κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων[2]. Στην βιβλιοθήκη αυτή σώζεται το χειρόγραφο 1290 (Versus)[8]. Στον κώδικα 409 της Αμβροσιανής Βιβλιοθήκης του Μιλάνου σώθηκε κατάλογος βιβλίων που είχε στην ιδιοκτησία του[2][9].
↑Ιωάννης Δοκειανός· Νικηφόρος Γρηγοράς· Πατριάρχης Γρηγόριος Β' της Κωνσταντινούπολης. «UPenn Ms. Codex 137». Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2011.[νεκρός σύνδεσμος]