Η τετράς του Πειραιά ήταν ελληνική ρεμπέτικη μουσική κομπανία, [1] η οποία είχε ως έδρα τον Πειραιά την δεκαετία του 1930 και γνώρισε αξιοσημείωτη μουσική επιτυχία.[2][3]
Ήταν γνωστή ως η «Τετράς του Πειραιώς», στην καθαρευουσιάνικη εκδοχή του Γ. Μπάτη, στον οποίο οφείλεται η εν λόγω ονομασία, διότι ήταν και ο μεγαλύτερος σε ηλικία της κομπανίας.
Το 1934 η κομπανία πρωτοεμφανίζεται στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά και γνωρίζει πολύ μεγάλη επιτυχία. Στην κομπανία τραγουδούν όλοι, όμως ο Παγιουμτζής είναι ο κύριος τραγουδιστής. Την ίδια χρονιά, ο Βαμβακάρης ετοιμάζεται να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο. Πηγαίνει στην εταιρία για να παίξει τα τραγούδια του, αλλά όχι και να τα τραγουδήσει, καθώς η κομπανία είχε ως κύριο τραγουδιστή τον Παγιουμτζή, ενώ και ο ίδιος ο Βαμβακάρης δεν πίστευε στις φωνητικές του ικανότητες. Όμως, ο Σπύρος Περιστέρης, ο μαέστρος της εταιρίας, επιμένει να είναι ο Μάρκος ο ερμηνευτής των τραγουδιών του. Έτσι, λοιπόν, ενώ στο λαϊκό πάλκο τα τραγούδια του Βαμβακάρη ερμηνεύονταν από τον Παγιουμτζή, στη δισκογραφία τα τραγουδούσε ο ίδιος ο Βαμβακάρης.[4][5]
Την ίδια περίοδο εμφανίζεται στη δισκογραφία και ο Γιώργος Μπάτης. Αρχικά ηχογραφεί το τραγούδι «Μπάτης ο δερβίσης», ενώ ετοιμάζεται να ηχογραφήσει και το «Ζεϊμπεκάνο σπανιόλο». Η κομπανία προβάρει το τραγούδι, ο Μπάτης όμως δεν μπορεί να τραγουδήσει κι έτσι ηχογραφείται με τη φωνή του Παγιουμτζή. Ακολουθούν τα τραγούδια «Οι σφουγγαράδες» και «Μάγκες καραβοτσακισμένοι» και το 1936 ο Στράτος ερμηνεύει τραγούδια και του τέταρτου της κομπανίας, του Ανέστη Δελιά («Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Τον άντρα σου και μένα» κ.ά.).
Στα πρώτα χρόνια της δισκογραφικής παρουσίας της κομπανίας, ο Παγιουμτζής συμμετέχει στις περισσότερες ηχογραφήσεις, ακόμα κι όταν δεν τραγουδάει. Σε πολλά απ' τα πρώτα τραγούδια του Βαμβακάρη παίζει μπαγλαμά ή ποτηράκια, ενώ δεκάδες είναι οι δίσκοι όπου η φωνή του χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση («Γεια σου Μάρκο με τις ζωντανές σου τις πενιές σου», «Γεια σου Σπύρο μου με το μπουζουκάκι σου» κ.ά.). Μάλιστα, κάποιες φορές χαιρετίζει και τον εαυτό του («Γεια σου και σένα ρε Στράτο με τον τζουρά σου!»).