Η νύφη της Κορίνθου (ποίημα)

Η νύφη της Κορίνθου
Το βαμπίρ, πίνακας του Φίλιπ Μπερν-Τζόουνς, 1897
ΣυγγραφέαςΓιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε
ΤίτλοςDie Braut von Korinth
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1797
Μορφήμπαλάντα
ποίημα
Εμπνευσμένο απόΠερὶ μακροβίων και θαυμασίων
d:Q115632250
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η νύφη της Κορίνθου (γερμανικά: Die Braut von Korinth ‎‎) είναι μπαλάντα του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, που γράφτηκε το 1797, το αποκαλούμενο «έτος της μπαλάντας», στα πλαίσια φιλικού διαγωνισμού μπαλάντας με τον Φρίντριχ Σίλερ. Το θέμα προέρχεται από την πραγματεία Περὶ μακροβίων και θαυμασίων που έγραψε ο Φλέγων ο Τραλλιανός τον 2ο αιώνα μ.Χ, έργο με περιγραφές υπερφυσικών φαινομένων και αρχαίους θρύλους. Είναι μια από τις πρώτες λογοτεχνικές επεξεργασίες του θέματος βαμπίρ με ανθρώπινα συναισθήματα. [1]

Περιεχόμενο

Η μπαλάντα αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού Αθηναίου που έρχεται στην Κόρινθο, στο σπίτι ενός φίλου του πατέρα του. Όταν ο νεαρός ήταν ακόμη παιδί, οι δύο φίλοι είχαν υποσχεθεί να ενώσουν τις οικογένειές τους με τον γάμο των παιδιών τους - τον γιο από την Αθήνα και την κόρη από την Κόρινθο. Ο νεαρός ανησυχεί γιατί στο μεταξύ ο φίλος του πατέρα του, μαζί με όλη την οικογένειά του, έχουν ασπαστεί τον Χριστιανισμό ενώ αυτός είναι ειδωλολάτρης. Ωστόσο, οι αμφιβολίες του διαλύονται γρήγορα. Παρά την περασμένη ώρα, η οικοδέσποινα τον καλωσορίζει εγκάρδια. Το υπόλοιπο νοικοκυριό κοιμάται βαθιά. [2]

Κουρασμένος μετά το ταξίδι, ξαπλώνει στο κρεβάτι και λίγο πριν κοιμηθεί, η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται μια κοπέλα με λευκό φόρεμα και πέπλο. Η κοπέλα έχει μπει κατά λάθος στο δωμάτιο και είναι φοβισμένη, ντρέπεται και θέλει να φύγει αμέσως. Του λέει ότι νιώθει ξένη στο ίδιο της το σπίτι και κανείς δεν την ενημέρωσε για τον ερχομό του. Επίσης, του λέει ότι η μητέρα της την ανάγκασε να γίνει μοναχή παρά τη θέλησή της και είναι η αδερφή της που προορίζεται για γυναίκα του. Ο νεαρός σαγηνεύεται, της εξομολογείται τον έρωτά του και την παρασύρει σε μια ερωτική νύχτα. Οι εραστές ανταλλάσσουν δώρα: το κορίτσι του κρεμάει μια χρυσή αλυσίδα στο λαιμό και ο νεαρός θέλει να της δώσει ένα ασημένιο κύπελλο, αλλά εκείνη του ζητάει μια τούφα από τα μαλλιά του. Τα μεσάνυχτα, η κοπέλα έχει «σκληρύνει σαν πάγος». Η ερωτική μανία του νεαρού ζεσταίνει το άκαμπτο αίμα της. [3]

Η μητέρα ακούει ύποπτους θορύβους, νομίζει ότι τον επισκέφτηκε ιερόδουλη, έτσι αγανακτισμένη μπαίνει στο δωμάτιο και στο φως της λάμπας βλέπει τη νεκρή κόρη της. Ο Αθηναίος προσπαθεί να την καλύψει, αλλά αυτή αδιαφορεί. Σηκώνεται αργά από το κρεβάτι και κατηγορεί την έκπληκτη μητέρα της ότι πέθανε εξαιτίας της. Θυμάται ότι όταν η μητέρα της λάτρευε τους παλιούς θεούς, υποσχέθηκε να την παντρέψει, αλλά όταν άρχισε να λατρεύει τον Θεό, αθέτησε τον λόγο της. Ομολογεί ότι σηκώθηκε από τον τάφο αναζητώντας δικαιοσύνη και τον εραστή που της υποσχέθηκαν. Προβλέπει ότι πριν ξημερώσει ο νεαρός θα πεθάνει και ζητά από τη μητέρα της να ετοιμάσει νεκρική πυρά και να ρίξει τα σώματά τους για να «συναντήσουν τους παλιούς θεούς» ενωμένοι στον θάνατο.[4]

Σχόλια

  • Τον 18ο αιώνα, στη λαϊκή φαντασία τα βαμπίρ θεωρούνταν πλάσματα χωρίς συναισθήματα, με άγριο και ζωώδη χαρακτήρα. Μια προηγούμενη απεικόνιση στη γερμανική λογοτεχνία ήταν η μπαλάντα του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ Λενόρα (1773), όπου το βαμπίρ εμφανίζεται εξανθρωπισμένο αλλά απόκοσμο. Στο ποίημά του ο Γκαίτε ανατρέπει την κυρίαρχη εικόνα και δίνει στο βαμπίρ μια σύνθετη συναισθηματική διάσταση που έρχεται σε αντίθεση με τις συμβατικές αναπαραστάσεις της εποχής του. Η κοπέλα βιώνει μια εσωτερική σύγκρουση και τα συναισθήματά της την κάνουν σαν ζωντανή ύπαρξη, λυπάται και κλαίει. Παλεύει με τον εαυτό της: ενώ έχει την ώθηση να πιει αίμα και έτσι να σκοτώσει, από την άλλη θέλει να σώσει τον νεαρό.
  • Το αφηγηματικό ποίημα είχε επίδραση στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας βαμπίρ, με πρώτο έργο στην παγκόσμια λογοτεχνία το μυθιστόρημα του Άγγλου Τζον Γουίλιαμ Πολιντόρι Ο Βρυκόλακας (1816) που καθιέρωσε τον τύπο του σύγχρονου βρυκόλακα.
  • Μετά τη δημοσίευσή του το 1798, το ποίημα προκάλεσε μεγάλη διαμάχη λόγω της κριτικής στον Χριστιανισμό και του ερωτισμού. Στη σύγκρουση των δύο θρησκειών, ο Γκαίτε παίρνει σαφώς θέση υπέρ του παγανισμού και αξιολογεί τις δύο θρησκείες με βάση τις ενέργειες των ανθρώπων σύμφωνα με την πίστη τους: οι Χριστιανοί ζουν μια ασκητική ζωή αγνότητας χωρίς χαρά και η πίστη τους προκαλεί και σε άλλους θυσίες, ενώ ο παγανισμός εμφανίζεται πιο ανθρώπινος, επιτρέπει αισθησιακές επιθυμίες και είναι σε αρμονία με την ανθρώπινη φύση.[2]

Μετάφραση στα ελληνικά

  • Η νύφη της Κορίνθου και άλλες ιστορίες, μτφ. Άγγελος Παρθένης, εκδ. Ιωλκός, 2002 [5]

Παραπομπές

  1. . «projekt-gutenberg.org/goethe/gedichte/». 
  2. 2,0 2,1 . «grin.com/die braut von korinth». 
  3. . «balladen.net/goethe/die-braut-von-korinth/». 
  4. . «schmittis-welt.de/die-braut-von-korinth/». 
  5. . «politeianet.gr/goethe-johann-wolfgang-von-iolkos-i-numfi-tis-korinthou-kai-alla-poiimata».