Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|5|01|2025}}
Η παρακάτω περίληψη πλοκής του έργου που αφορά το λήμμα είναι ημιτελής.Μπορείτε να επεξεργαστείτε το λήμμα ώστε να περιλαμβάνει την πλήρη πλοκή του έργου (συμπεριλαμβανομένου του τέλους) ώστε να δίνει εγκυκλοπαιδική αξία στο λήμμα. Η Βικιπαίδεια δεν είναι κατάλογος πωλήσεων ή ενοικιάσεων βιβλίων ή ταινιών ώστε να περιλαμβάνει μόνο τις πληροφορίες από το οπισθόφυλλο ή τη συσκευασία ενός έργου.
Ο Λυκούργος Μπέκος (Ορέστης Μακρής), συνταξιούχος γιατρός του Ι.Κ.Α., αποφασίζει να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στη Λεστινίτσα, το χωριό της γυναίκας του (Ελένη Ζαφειρίου) και ανοίγει ιατρείο. Έρχεται, όμως, σιγά-σιγά σε σύγκρουση με την Καλλιόπη Μουστάκη (Γεωργία Βασιλειάδου), τη μαμή του χωριού και τις ανορθόδοξες ιατρικές πρακτικές της, δηλαδή ξεματιάσματα και φυλακτά.
Ο Δημήτρης (Δημήτρης Παπαμιχαήλ), γιος της μαμής και φοιτητής ιατρικής στην Αθήνα, έρχεται για διακοπές στο χωριό, όπου γίνεται ζευγάρι με την Καίτη (Ξένια Καλογεροπούλου), την κόρη του γιατρού, με την οποία είχε σύντομη γνωριμία στην Αθήνα, όταν η Καίτη εργαζόταν ως πωλήτρια παγωτών. Λόγω της έχθρας των γονιών τους ο Δημήτρης και η Καίτη παντρεύονται κρυφά και η Καίτη μένει έγκυος. Όταν χάνει τις αισθήσεις της στο σπίτι του Δημήτρη, αυτός αναγκάζεται να φωνάξει τον πατέρα της και έτσι αποκαλύπτονται όλα.[1] Στο τέλος της ταινίας, ο Λυκούργος και η Καλλιόπη βγάζουν βόλτα το εγγόνι τους μαζί ωστόσο εξακολουθούν να κοντράρουν ο ένας τον άλλον.
Τα γυρίσματα του χωριού της ταινίας, της περίφημης Λεστινίτσας, πραγματοποιήθηκαν στα Κιούρκα (Αφίδνες).[2]
Η παραγωγή της ταινίας, που διαρκεί 73 λεπτά, έγινε από τη Φίνος Φιλμ και η πρώτη προβολή της έγινε την 1 Δεκεμβρίου 1958. Κόβοντας 37.094 εισιτήρια, η ταινία κατατάχθηκε στην 13η θέση ανάμεσα σε 51 ταινίες της ίδιας σεζόν.[3] Κυκλοφόρησε και με τη μορφή ντιβιντί στις 21 Νοεμβρίου 2006.[4]