Το Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο (Ε.Ο.Α) είναι ο δημόσιος φορέας που λειτουργεί ως εθνική αρχειοθήκη οπτικοακουστικού και πρωτογενούς ψηφιακού υλικού στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 2006 ως Ανώνυμη Εταιρεία, ανήκει εξολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο και εποπτεύονταν αρχικά από το Υπουργείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και από το 2010 αποτελούσε φορέα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού. Από τον Αύγουστο του 2011, ο φορέας περνά ξανά υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Τύπου και Μ.Μ.Ε.[1]
Από το 2009, το περιεχόμενο της Κρατικής Ταινιοθήκης είναι προσβάσιμο στο διαδίκτυο.[2] Από το 2010 ο τομέας δραστηριοτήτων του οργανισμού επεκτείνεται με τη συλλογή, τη διαφύλαξη και την ανάδειξη κινηματογραφικών έργων, καθώς και των εντύπων κάθε είδους, φωτογραφιών και αντικειμένων, που αναφέρονται στην τέχνη και στην ιστορία του κινηματογράφου. Το 2011, η Ελληνική Κυβέρνηση, στο πλαίσιο εξορθολογισμού των δημοσίων υπηρεσιών ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου και μείωσης του λειτουργικού κόστους που επέβαλε η κρίση χρέους, ανακοίνωσε ότι μελετά την κατάργηση του φορέα και την υπαγωγή του οπτικοακουστικού του υλικού στην ευθύνη της Διεύθυνσης Μουσείου - Αρχείου της ΕΡΤ Α.Ε.[3] κάτι που τελικά έγινε μέχρι τις 11 Ιουνίου 2015, όπου ξεκίνησε η επαναλειτουργία της.
Σκοπός
Κύριοι στόχοι του Εθνικού Οπτικοακουστικού Αρχείου είναι η διάσωση και διατήρηση οπτικοακουστικών και πρωτογενώς ψηφιακών έργων, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί το αρχειακό υλικό, να αναδειχθεί και να είναι προσβάσιμο στον κάθε ενδιαφερόμενο. Μεταξύ των στρατηγικών του, είναι η συλλογή του οπτικοακουστικού υλικού και η τεκμηρίωσή του, η διάθεσή του και η προβολή του, η συνεργασία με άλλους ελληνικούς και ευρωπαϊκούς φορείς, η αξιοποίησή του και η συμμετοχή του σε διεθνείς εκθέσεις και οργανισμούς.[4] Στις δραστηριότητές του συμπεριλαμβάνονται η ψηφιοποίηση της κρατικής ταινιοθήκης, η χαρτογράφηση του οπτικοακουστικού υλικού, η καταγραφή ροών προγράμματος συγκεκριμένων ημερών ως παγκόσμιες δράσεις και η δημιουργία ευρωπαϊκής βάσης οπτικοακουστικών δεδομένων που θα μπορούσε να συγκεντρώσει και να προβάλει αυτόν τον τομέα ευρωπαϊκής ιστορικής κληρονομιάς. Συμμετέχει επίσης ως εθνικός φορέας σε φόρα με διεθνείς οργανισμούς διαφύλαξης και προβολής οπτικοακουστικών αρχείων. Διοργανώνει παράλληλα εκθέσεις και ειδικές προβολές.[5]
Συλλογές και διάθεση
Από την ίδρυση του, ο φορέας διαχειρίζεται το αρχείο της Κρατικής Ταινιοθήκης. Συγκεκριμένα διαθέτει τις εξής συλλογές:[6]
Την Συλλογή Ελληνικών Επικαίρων, το μεγαλύτερο αρχείο της εκπομπής Ελληνικά Επίκαιρα, όπου παρουσιάζεται σε βίντεο το χρονολόγιο των γεγονότων της μεταπολεμικής Ελλάδας. Διατίθενται επίσης αμοντάριστο και σπάνιο υλικό, που σε μερικές περιπτώσεις δεν έχει ξαναπροβληθεί, καθώς και συλλογή ξένων επίκαιρων με θέματα από την σύγχρονη Ελλάδα.
Την Συλλογή ντοκιμαντέρ, με ντοκιμαντέρ που παρουσιάζουν ιστορικά, ενημερωτικά, περιηγητικά και λαογραφικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής πολιτικής από την δεκαετία του '40 μέχρι την δεκαετία του '90. Επίσης παρέχεται αρχείο με ντοκιμαντέρ ξένης παραγωγής με θέματα σχετικά με την Ελλάδα.
Την Συλλογή της Δίκης των πρωταιτίων του πραξικοπήματος του 1967, που αποτελεί, εκτός από την παρουσίαση των τίτλων τέλους της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, και μια προσπάθεια ανακεφαλαίωσης της μεταεμφυλιακής ιστορίας μέχρι την μεταπολίτευση. Επίσης παρουσιάζεται η Δίκη των Βασανιστών, δηλαδή εκείνων που κατηγορήθηκαν για βασανισμούς και εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων κατά την περίοδο της δικτατορίας.
Στο αρχείο υπάρχει και ένα άλλο οπτικοακουστικό υλικό που δεν αφορά αποκλειστικά την εξιστόρηση ιστορικών θεμάτων και γεγονότων, όπως παλιές διαφημίσεις, τηλεοπτικά προγράμματα και ταινίες ελληνικής και ξένης παραγωγής. Οι συλλογές για ιδιωτική προβολή από την ιστοσελίδα του φορέα γίνεται δωρεάν. Διατίθενται Άδειες Χρήσης Οπτικοακουστικού Υλικού σε μορφή υψηλής ανάλυσης για τηλεοπτική προβολή με ειδική χρέωση.[7]
Σχεδιαζόμενη κατάργηση φορέα
Δημοσιεύματα είχαν προκαλέσει το 2010 την αίσθηση της ελληνικής κοινής γνώμης έπειτα από την δημοσιοποίηση των λειτουργικών δαπανών του για την στέγαση και την φύλαξη του κεντρικού κτηρίου του οργανισμού που έφταναν τα 600.000 ευρώ το χρόνο. Το λειτουργικό του κόστος είχε αποτελέσει σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σύμφωνα με τον τότε Υπουργό Επικρατείας Ηλία Μόσιαλο, ο οργανισμός αποτελούσε παράδειγμα «κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος».[8] Ο σχεδιασμός της Ελληνικής Κυβέρνησης να καταργηθεί ο οργανισμός, έχει προκαλέσει την αντίδραση των αρχειονόμων, των συντηρητών αρχειακού υλικού και των υπολοίπων συναφών επαγγελμάτων, αλλά και των ιστορικών, των ερευνητών και των ακαδημαϊκών όπως εκφράζονται από τον επιστημονικό σύλλογό τους, την Ελληνική Αρχειακή Εταιρία, καταδεικνύοντας της σημασία ύπαρξης ενός φορέα στα πρότυπα των Γενικών Αρχείων του Κράτους και επισημαίνοντας την διάσταση που πρέπει να λαμβάνει ως εθνική στρατηγική, η προστασία και η ανάδειξη αυτού του τμήματος της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.[9] Η κατάργηση του οργανισμού μεταξύ άλλων δημόσιων και δημοτικών φορέων του τηλεοπτικοακουστικού τομέα, προκάλεσε επίσης την αντίδραση των συνδικαλιστών σωματείων στον χώρο του Τύπου.