Η γραφή παρανόμων (ψηφισμάτων), ήταν ένας θεσμός στην Αρχαία Αθήνα, κατά το Αττικό δίκαιο, μορφής βαριάς καταγγελίας που οδηγούσε σε μία δημοσίου δικαίου δίκη εναντίον εκείνου ο οποίος είχε προτείνει νόμο ή ψήφισμα που είχε θεσπισθεί κατά παράβαση της νομοθετικής διαδικασίας[1], ή που ερχόταν σε σύγκρουση με προϋπάρχοντες νόμους.
Ουσιαστικά οποιοσδήποτε πολίτης είχε το δικαίωμα να καταγγείλει οποιοδήποτε νόμο προτεινόμενο ή που είχε ψηφιστεί που όμως δεν εξυπηρετούσε την ολότητα ή αντιστρατευόταν ισχύουσες διατάξεις θεωρώντας τον έτσι παράνομο.[1][2]
Η αγωγή στη περίπτωση που ελεγχόταν ακριβής δεν περιοριζόταν μοναχά στην απόρριψη του προτεινόμενου νόμου ή την ακύρωση ενός ήδη ψηφισθέντος αλλά επέφερε επίσης βαρύτατες κυρώσεις εναντίον του πολίτη που το εισηγήθηκε, καθώς και εναντίον του προέδρου της «Εκκλησίας του Δήμου», αν άφησε να διαπραχθεί κάποια παρατυπία. Ο πολίτης αυτός περνούσε από δίκη ασχέτως με το αν το ψήφισμα που πρότεινε είχε επικυρωθεί ή όχι από την πλειοψηφία, κι εφόσον κρινόταν ένοχος κατέβαλλε βαρύ πρόστιμο[1], σε περίπτωση υποτροπής για τρίτη φορά στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων(«ατιμία»). Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., εάν είχε παρέλθει ένας χρόνος από την ψήφιση του νόμου, τότε ο εισηγητής δεν τιμωρούνταν, όμως ο νόμος έπαυε να ισχύει. Η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» ήταν επίσης δίκη δημοσίου δικαίου εναντίον της θεσπίσεως ασύμφορου νόμου, δηλαδή νόμου που θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα της πόλεως με ποινές επί καταδίκης πολύ βαρύτερες από τις ποινές της «γραφής παρανόμων» που έφταναν μέχρι θανατική καταδίκη.[2]
Οι σύγχρονοι μελετητές δεν μπορούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια το πότε έκανε την εμφάνισή του ο θεσμός αυτός, εντούτοις, σύντομα αποτέλεσε τον αποτελεσματικότερο τρόπο για να απαλλαγεί κάποιος από έναν επικίνδυνο πολιτικό του αντίπαλο, καθιστώντας την εισήγηση νέων νόμων κατά κάποιο τρόπο «επικίνδυνη».[2][1]
Η πιο γνωστή περίπτωση γραφής παρανόμων ήταν η καταγγελία του Κτησιφώντα από τον Αισχίνη για την πρότασή του να τιμηθεί με στεφανηφορία ο Δημοσθένης[1]. Για την υπόθεση αυτή ο Αισχίνης και ο Δημοσθένης έγραψαν τους λόγους «Κατά Κτησιφώντα» και «Περί στεφάνου», τους οποίους εκφώνησαν αντίστοιχα οι δύο ρήτορες στο δικαστήριο.[1]
Παραπομπές
Πηγές
- "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ.15ος, σελ.509.