Το Γερμανικό τελεσίγραφο στη Λιθουανία το 1939 ήταν ένα προφορικό τελεσίγραφο το οποίο ο Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, Υπουργός Εξωτερικών της Ναζιστικής Γερμανίας, παρουσίασε στον Juozas Urbšys, Υπουργό Εξωτερικών της Λιθουανίας στις 20 Μαρτίου1939. Οι Γερμανοί ζήτησαν από τη Λιθουανία να εγκαταλείψει την περιοχή Κλάιπεντα, Μέμελ, που είχε αποσπαστεί από τη Γερμανία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδάλλως η Βέρμαχτ θα εισέβαλε στη Λιθουανία. Οι Λιθουανοί το περίμεναν περίμεναν μετά από χρόνια αυξανόμενης έντασης μεταξύ Λιθουανίας και Γερμανίας, της αυξανόμενης φιλοναζιστικής προπαγάνδας στην περιοχή και συνεχιζόμενου γερμανικού αλυτρωτισμού. Η Σύμβαση της Κλάιπεντα του 1924 είχε εγγυηθεί την προστασία του status quo στην περιοχή, αλλά οι τέσσερεις υπογράφοντες τη σύμβαση δεν προσέφεραν καμμία υλική βοήθεια. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία ακολούθησαν την πολιτική κατευνασμού, ενώ η Ιταλία και η Ιαπωνία υποστήριξαν ανοικτά τη Γερμανία με αποτέλεσμα η Λιθουανία να αποδεχθεί το τελεσίγραφο στις 22 Μαρτίου1939. Ήταν η τελευταία εδαφική απόκτηση της Γερμανίας πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε προηγηθεί η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας πέντε ημέρες πριν, προκαλώντας σημαντική οικονομική κρίση στη Λιθουανία.
Την άνοιξη του 1938 ο Αδόλφος Χίτλερ δήλωσε προσωπικά ότι η προσάρτηση της Κλαϊπέντα ήταν μία από τις υψηλότερες προτεραιότητές του, μετά την προσάρτηση της Σουδητίας.[1] Η Γερμανία δήλωσε ανοικτά ότι σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ Πολωνίας και Λιθουανίας, ο στρατός της θα εισέβαλε στη Λιθουανία για να καταλάβει την Κλαϊπέντα και ένα μεγάλο μέρος της δυτικής Λιθουανίας, έπειτα από την παρουσίαση αντίστοιχου τελεσιγράφου από την Πολωνία. Μια εβδομάδα αφότου η Λιθουανία αποδέχθηκε το πολωνικό τελεσίγραφο, η Γερμανία παρουσίασε ένα υπόμνημα έντεκα σημείων που απαιτούσε ελευθερία δράσης για τους φιλογερμανούς ακτιβιστές στην περιοχή και μείωση της λιθουανικής επιρροής εκεί. Τα σημεία της διατυπώθηκαν με σκόπιμα ασαφή τρόπο, που θα επέτρεπε στη Γερμανία να κατηγορήσει τη Λιθουανία για παραβιάσεις.[2] Η Λιθουανία επέλεξε να μην ασχοληθεί με το ζήτημα με την ελπίδα ότι οι διεθνείς συγκυρίες θα έγερναν με τον καιρό υπέρ της αλλά φρόντισε να μη δίνει δικαιώματα στη Γερμανική ηγεσία. [2]
Αυτή η τακτική δεν αποδείχθηκε επιτυχής: η φιλοναζιστική προπαγάνδα και οι διαμαρτυρίες ήταν ανεξέλεγκτες, ακόμη και μεταξύ του λιθουανικού πληθυσμού, και η τοπική κυβέρνηση ήταν ανίκανη να τις αποτρέψει. Οι Ναζί παρενοχλούσαν σωματικά τις λιθουανικές αρχές. Την 1η Νοεμβρίου1938 η Λιθουανία πιέστηκε να άρει τον στρατιωτικό νόμο και τη λογοκρισία.[3] Κατά τις εκλογές του Δεκεμβρίου για το κοινοβούλιο της Κλάιπεντα, τα φιλογερμανικά κόμματα έλαβαν το 87% των ψήφων (25 έδρες από 29).[4] Ο Δρ. Ernst Neumann, ο κύριος κατηγορούμενος στις δίκες του 1934, αποφυλακίστηκε τον Φεβρουάριο του 1938 και έγινε ηγέτης του φιλογερμανικού κινήματος της Κλάιπεντα. Τον Δεκέμβριο έγινε δεκτός από τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι το ζήτημα της Κλαϊπέντα θα επιλυόταν μέχρι τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1939. Ο Neumann και άλλοι ναζί ακτιβιστές διεκδίκησαν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης για την περιοχή και απαίτησαν από τη Λιθουανία να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για το πολιτικό καθεστώς της Κλάιπεντα.[5] Το κοινοβούλιο αναμενόταν να ψηφίσει για επιστροφή στη Γερμανία στις 25 Μαρτίου 1939.[6]
↑ 2,02,1Eidintas, Alfonsas· Vytautas Žalys· Alfred Erich Senn (Σεπτεμβρίου 1999). Ed. Edvardas Tuskenis, επιμ. Lithuania in European Politics: The Years of the First Republic, 1918–1940 (Paperback έκδοση). New York: St. Martin's Press. σελίδες 161–166. ISBN0-312-22458-3.