Η Γενική Συνέλευση της Βιρτζίνια (Αγγλικά:Virginia General Assembly) είναι το νομοθετικό σώμα της Κοινοπολιτείας της Βιρτζίνια, και το παλαιότερο νομοθετικό σώμα στο Δυτικό Ημισφαίριο, ιδρυμένο στις 30 Ιουλίου 1619. Η Γενική Συνέλευση είναι ένα διθάλαμο σώμα που αποτελείται από μια κάτω βουλή, την Βουλή των Αντιπροσώπων της Βιρτζίνια, με 100 μέλη, και μία άνω βουλή, την Γερουσία της Βιρτζίνια, με 40 μέλη. Συνολικά, η Γενική Συνέλευση αποτελείται από 140 εκλεγμένους αντιπροσώπους από έναν ίσο αριθμό συστατικών περιφερειών κατά πλάτος της κοινοπολιτείας. Της Βουλής των Αντιπροσώπων προεδρεύει ο Πρόεδρος της Βουλής, ενώ της Γερουσίας ο Αναπληρωτής Κυβερνήτης της Βιρτζίνια. Η Βουλή και η Γερουσίας εκλέγουν καθεμία έναν υπάλληλο και έναν κοσμήτορα. Αντίθετα με την Γερουσία των ΗΠΑ, ο clerk της Γερουσίας της Βιρτζίνια είναι γνωστός ως "Clerk of the Senate", αντί για τον τίτλο "Γραμματέας της Γερουσίας" που χρησιμοποιείται στην ομοσπονδιακή Γερουσία.
Μετά τις εκλογές του 2019, το Δημοκρατικό κόμμα απέκτησε την πλειοψηφία και στην Βουλή και στην Γερουσία για πρώτη φορά μετά το 1996.
Η Γενική Συνέλευση της Βιρτζίνια είναι το παλαιότερο νομοθετικό σώμα στο Δυτικό Ημισφαίριο. Η ύπαρξη της ανάγεται στην ίδρυση της Βουλής των Παρέδρων στη Τζέιμσταουν στις 30 Ιουλίου 1619. Συνερχόταν στην Τζέημσταουν από το 1619 μέχρι το 1699, όταν μετακινήθηκε στο Ουίλλιαμσμπεργκ και συνερχόταν στο αποικιακό κτίριο του Καπιτωλίου. Ονομάσθηκε Γενική Συνέλευση το 1776 με την επικύρωση του Συντάγματος της Βιρτζίνια. Η κυβέρνηση μετακινήθηκε στο Ρίτσμοντ το 1780 κατά την διακυβέρνηση του ΚυβερνήτηΤόμας Τζέφερσον.
Μισθός και προϋποθέσεις
Ο ετήσιος μισθός για τους γερουσιαστές είναι $18.000 ετησίως και για τους αντιπροσώπους $17.640. Για να είναι εκλέξιμοι στο αξίωμα, οι νομοθέτες πρέπει να είναι τουλάχιστον 21 ετών την εποχή της εκλογής, κάτοικοι της περιφέρειας που αντιπροσωπεύουν, και να έχυν δικαίωμα ψήφου για νομοθέτες της Γενικής Συνέλευσης. Η τακτική συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης διαρκεί 60 ημέρες κατά τα άρτια έτη και 45 ημέρες κατά τα περιττά έτη, εκτός αν επεκταθεί με ψήφο δύο τρίτων αμφότερων των σωμάτων.[1]