Ο Φρικ γεννήθηκε στο Άλζεντς (Alsenz) της Βαυαρίας στις 12 Μαρτίου 1877. Ήταν το τέταρτο παιδί του καθηγητή Βίλχελμ Φρικ του πρεσβύτερου και της Ενριέτας Φρικ (πατρικό Σμιτ (Schmidt)). Συμπληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του, ακολούθησε στη συνέχεια τον τομέα της Νομικής επιστήμης στην Χαϊδελβέργη και πήρε το πτυχίο του το 1901. Το 1903 δίνει εξετάσεις για πρόσληψη σε δημόσια υπηρεσία της Βαυαρίας και το 1904 προσλαμβάνεται ως δικηγόρος στο Αρχηγείο της Αστυνομίας του Μονάχου. Το 1907 λαμβάνει τον βαθμό του "Bezirksamtassessor" (τοπικού παρέδρου) και το 1910 νυμφεύεται την Ελιζαμπέτα Έμιλι Νάγκελ (Elisabetha Emilie Nagel), με την οποία απέκτησαν δύο γιους και μια κόρη. Ο γάμος αυτός κατέληξε σε διαζύγιο το 1934, αλλά ο Φρικ το ίδιο έτος νυμφεύεται εκ νέου, αυτή τη φορά την Μαργκαρέτε (Margarete), πρώην σύζυγο του Ναζιστή αρχιτέκτονα Πάουλ Σούλτσε - Νάουμπουργκ (Paul Schultze-Naumburg), με την οποία απέκτησαν ένα γιο και μια κόρη.
Το 1917 προάγεται σε "Regierungsassessor" (κυβερνητικός πάρεδρος). Το 1919 αναλαμβάνει Διευθυντής της Πολιτικής Αστυνομίας του Μονάχου και το 1923 αναλαμβάνει Διευθυντής της Αστυνομίας δίωξης του εγκλήματος (Kriminalpolizei, Kripo).[10]
Πολιτική σταδιοδρομία
Ήδη από το 1919 ο Φρικ έχει εμπλακεί σε ακροδεξιό "Freikorps" και είναι συμπαθών του Κόμματος των Γερμανών Εργατών. Γνωρίζεται με τον Χίτλερ το 1921 και, όπως αναγράφεται σχετικά, [11] παρά το ότι μπορούσε να καταστείλει πολύ εύκολα, ως Αρχηγός της Πολιτικής Αστυνομίας, το νεοδημιουργούμενο ναζιστικό κίνημα, αναγνώρισε αμέσως ότι το κίνημα αυτό "αποτελούσε τον πυρήνα αναγέννησης της Γερμανίας".
Συνδέεται με ισχυρή φιλία με τον Χίτλερ και εμπλέκεται στο Πραξικόπημα της μπιραρίας που αυτός επιχείρησε στις 9 Νοεμβρίου 1923, ενώ ο Φρικ ήδη κατείχε την θέση του Διευθυντή της Kripo. Για την συμμετοχή του αυτή ο Φρικ καταδικάζεται σε φυλάκιση 15 μηνών, ωστόσο καταφέρνει να αποφυλακιστεί τον Απρίλιο του 1924.[12] Η φιλία του με τον Χίτλερ ενδυναμώνεται, ενώ το γεγονός του πραξικοπήματος επισφραγίζει την φιλία αυτή.
Όταν αποφυλακίζεται και ο Χίτλερ, και αναλαμβάνει την αναδιοργάνωση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ο Φρικ είναι από τους σημαντικότερους αρωγούς του. Το 1924 εκλέγεται μέλος του Ράιχσταγκ, σχετίζεται με τον Γκρέγκορ Στράσερ και, το 1925, εγγράφεται και επίσημα στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Η προσφορά του σε αυτό είναι σημαντική και, το 1928 ονομάζεται Fraktionsführer[13].
Αναγνωρίζοντας τόσο την προσφορά του στο Κόμμα όσο και την αφοσίωση στο πρόσωπό του, ο Χίτλερ του εμπιστεύεται την θέση του Υπουργού Εσωτερικών και Παιδείας στο Ομοσπονδιακό κρατίδιο της Θουριγγίας το 1930. Είναι ο πρώτος ναζιστής που αναλαμβάνει κυβερνητική θέση στο καθεστώς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.[14] Από τη θέση αυτή διακρίθηκε ως ο ειδικός του Κόμματος σε θέματα εσωτερικής πολιτικής. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, ως Υπουργός της Θουριγγίας, απαγόρευσε μια, κομμουνιστικού περιεχομένου, παράσταση. Οι συντελεστές της κατέφυγαν στο δικαστήριο, το οποίο τους δικαίωσε. Ο Φρικ αρνήθηκε να εφαρμόσει την απόφαση του δικαστηρίου, δηλώνοντας ότι μια δικαστική απόφαση δεν μπορεί να υπερκεράσει την Κρατική εξουσία.[15]
Το 1933 ο Χίτλερ αναλαμβάνει καγκελάριος και σχηματίζει την πρώτη του Κυβέρνηση, στην οποία συμμετέχουν μόνο δύο μέλη του Κόμματος: Ο Χέρμαν Γκέρινγκ και ο Φρικ, ο οποίος αναλαμβάνει το Υπουργείο Εσωτερικών. Στη θέση αυτή θα παραμείνει μέχρι τις 24 Αυγούστου 1943[16], οπότε και θα υποσκελιστεί από τον Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος αναλαμβάνει και το Υπουργείο Εσωτερικών.[17]
Ως Υπουργός Εσωτερικών διαδραμάτισε πολύ σοβαρό ρόλο στη δημιουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης για τον εγκλεισμό των αντιφρονούντων του καθεστώτος. Ήταν, επίσης, ο εμπνευστής των Νόμων της Νυρεμβέργης, με τους οποίους σηματοδοτείται η απαρχή του Ολοκαυτώματος: Οι Εβραίοι εκδιώκονται από πολλά επαγγέλματα και τους απαγορεύεται να ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ο Φρικ ήταν, επίσης, ο ιθύνων νους και η κινητήρια δύναμη της διαδικασίας του "Gleichschaltung" (κατά λέξη "συγχρονισμός", στην πράξη η πλήρης ναζιστικοποίηση της Γερμανίας). Με την διαδικασία αυτή, εκτός από τους καθαρά ρατσιστικούς νόμους, απαγορεύτηκε η σύσταση και η ύπαρξη άλλων πολιτικών Κομμάτων, απαγορεύτηκαν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις (εκτός, φυσικά, από αυτές που ίδρυε το Κόμμα), και η κατάργηση του Ράιχσρατ, δηλαδή της Βουλής των αντιπροσώπων των Ομοσπονδιακών κρατιδίων. Ουσιαστικά, το Υπουργείο Εσωτερικών υπό τον Φρικ ήταν αυτό που εγκαθίδρυσε και διατήρησε την νομική δομή της Ναζιστικής δικτατορίας[18].
Λήξη της πολιτικής του σταδιοδρομίας
Το 1943 ο Φρικ αντικαθίσταται από τον Χίμλερ, καθώς ο Χίτλερ θέλει όλο και πιο έντονα την επικράτηση της SS σε όλες τις εκφάνσεις του Γερμανικού Ράιχ. Ο Φρικ παραμένει Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και τοποθετείται ως "Προστάτης του Ράιχ" στο Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας (Reichsprotektor für Böhmen und Mähren), την διαμελισμένη και υπό γερμανική κατοχή Τσεχία, θέση στην οποία παραμένει μέχρι την κατάρρευση της Γερμανίας και την λήξη του Πολέμου. Τον Μάιο του 1945 ο Φρικ συλλαμβάνεται από τις αμερικανικές δυνάμεις και παραπέμπεται να δικαστεί στην Δίκη της Νυρεμβέργης.
Στην Δίκη του απαγγέλλονται και οι τέσσερις κατηγορίες: Συμμετοχή σε συνωμοσία, Εγκλήματα κατά της Ειρήνης, Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας και Εγκλήματα Πολέμου. Στο Δικαστήριο δήλωσε αθώος, ωστόσο το Δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για τις τρεις από τις τέσσερις κατηγορίες (αθωώθηκε μόνο από την πρώτη), καθώς έκρινε ότι παραβίασε κατάφωρα τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (κατηγορία 2). Κρίνει, επίσης, ότι είχε την απόλυτη ευθύνη για τη δημιουργία και οργάνωση των στρατοπέδων συγκέντρωσης (κατηγορία 3), ενώ αποδεικνύεται ότι οι ωμότητες που διαπράχθηκαν στη Βοημία - Μοραβία είτε είχαν διαταχθεί από τον ίδιο είτε είχαν την απόλυτη έγκρισή του. Για όλα τα παραπάνω το Δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο με απαγχονισμό. Η ποινή εκτελέστηκε στις 16 Οκτωβρίου 1946.