Η βίζα (από το νεολατινικό charta visa, που σημαίνει "θεωρημένο έγγραφο", κυριολεκτικά: "έγγραφο που το έχουν δει"·[1] στα ελληνικά: θεώρηση[2]) είναι άδεια υπό όρους που χορηγείται από μία οντότητα σε αλλοδαπό, επιτρέποντάς του να εισέλθει, να παραμείνει ή να αποχωρήσει από αυτήν. Οι βίζες τυπικά μπορεί να περιλαμβάνουν όρια στη διάρκεια της διαμονής του αλλοδαπού, τις περιοχές εντός της χώρας που μπορεί να εισέλθει, τις ημερομηνίες, τον αριθμό των επιτρεπόμενων επισκέψεων ή το δικαίωμα ενός ατόμου να εργαστεί στη συγκεκριμένη χώρα. Οι βίζες συνδέονται με το αίτημα για άδεια εισόδου σε μια επικράτεια και επομένως, στις περισσότερες χώρες, διαφέρουν από την πραγματική επίσημη άδεια εισόδου και παραμονής ενός αλλοδαπού στη χώρα. Σε κάθε περίπτωση, η βίζα υπόκειται σε άδεια εισόδου από έναν υπάλληλο μετανάστευσης τη στιγμή της πραγματικής εισόδου και μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή. Τα αποδεικτικά στοιχεία για τη θεώρηση λαμβάνουν συνήθως τη μορφή σφραγίδας που έχει εγκριθεί στο διαβατήριο του αιτούντος ή σε άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο, αλλά μπορεί επίσης να έχει και άυλη, ηλεκτρονική μορφή. Οι αιτήσεις πριν από την άφιξη δίνουν στις χώρες την ευκαιρία να λάβουν υπόψιν τις συνθήκες του αιτούντος, όπως οικονομική ασφάλεια, ο λόγος εισόδου και λεπτομέρειες προηγούμενων επισκέψεων στη χώρα. Μπορεί επίσης να απαιτείται από τους επισκέπτες να υποβληθούν και να περάσουν ελέγχους ασφαλείας ή υγείας κατά την άφιξή τους.
Ορισμένες χώρες απαιτούν επίδειξη και βίζας εξόδου για την έξοδο από τη χώρα. [3]
Το Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ αποτελεί τη μοναδική επικράτεια που δεν ζητά βίζα. Ορισμένες χώρες - όπως της ζώνης Σένγκεν - έχουν συμφωνίες με άλλες χώρες που επιτρέπουν στους πολίτες της άλλης να ταξιδεύουν μεταξύ τους χωρίς βίζα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού ανακοίνωσε ότι ο αριθμός των τουριστών που χρειάζονται βίζα πριν ταξιδέψουν ήταν στο χαμηλότερο επίπεδο μακράν το 2015.[4][5]