Με τον όρο αριστοτελισμός εννοούμε τη συνέχεια του φιλοσοφικού έργου του Αριστοτέλη τόσο στην εποχή του Βυζαντίου και του Δυτικού Μεσαίωνα, όσο και στην εποχή των Νεότερων Χρόνων. Ολόκληρο το έργο του (Λογική, Φυσική, Κοσμολογία, Βιολογία, Φυσιολογία, Πολιτική και Μεταφυσική), κατά την παραπάνω μακρά ιστορική περίοδο (5ος – 18ος αιώνες), έτυχε πολλαπλών ερμηνευτικών προσεγγίσεων από βυζαντινούς, Έλληνες και Ευρωπαίους λογίους. Ο αριστοτελισμός δηλώνει έναν τρόπο σκέψης πλησιέστερο στο νεότερο ορθολογικό πνεύμα: πριμοδοτεί την παρατήρηση και το πείραμα για να ταξινομήσει τις μορφές των πραγμάτων, όπως μας τα μεταφέρουν οι αισθήσεις μας, καθώς και να τις αναλύσει με βάση συγκεκριμένους κανόνες επιστημονικής σκέψης. Δεν αποκλείει την πίστη σε μια θεϊκή τάξη πραγμάτων αλλά προϋποθέτει, για την αποκάλυψη ή την κατανόησή της, τη διαμεσολάβηση της λειτουργίας του ορθού λόγου.[1] Ειδικότερα, στο Βυζάντιο όταν μιλούμε για αριστοτελισμό εννοούμε το «σύνολο των οντολογικών και των κοσμολογικών ‐ με ισχυρή, μάλιστα, συνοδεία των περί λογικής – θεωριών του Αριστοτέλη στις οποίες κατέφυγαν οι Βυζαντινοί θεολόγοι και φιλόσοφοι, για να εξηγήσουν το ότι ο κόσμος της αισθητής εμπειρίας έχει θετικό αξιολογικό νόημα, το οποίο απορρέει εκ του ότι ο Θεός είναι η τελική αιτία του, η ανώτατη σημασιοτοδότησή του».[2]
Συνοπτική θεώρηση του αριστοτελισμού σε ανατολή και δύση
Στον ισλαμικό κόσμο τα έργα του Αριστοτέλη μεταφράστηκαν στα αραβικά από φιλοσόφους, όπως ο Αβικέννας και Αβερρόης. Αν και υπήρχε κάποια γνώση των λογικών έργων του Αριστοτέλη, στη Δυτική Ευρώπη μέχρι τις λατινικές μεταφράσεις του 12ου αιώνα, τα έργα του Αριστοτέλη μέσω των αραβικών σχολιαστών έγιναν ευρύτερα γνωστά.
Η χαρακτηριστική, όμως, αριστοτελική ιδέα της τελεολογίας διαβιβάστηκε μέσω Καντ και Χέγκελ. Έκτοτε, η μελέτη των έργων του Αριστοτέλη συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας.[3]
Ο Αριστοτέλης στο Βυζάντιο
Είναι αδύνατον εδώ να επιχειρηθεί μια συστηματική έκθεση της υποδοχής που είχε η αριστοτελική φιλοσοφία στο Βυζάντιο. Ωστόσο, ενδεικτικά θα αναφέρουμε μερικούς βυζαντινούς λογίους που ασχολήθηκαν με το έργο του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου.
Ένας εξ αυτών είναι ο Ιωάννης Φιλόπονος ή Γραμματικός, ο οποίος υπήρξε κατεξοχήν αριστοτελικός φιλόσοφος κατά τον 6ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Β. Ν. Τατάκη, σύνθεσε υπομνήματα στον Αριστοτέλη, κυρίως στις Κατηγορίες, στα Αναλυτικά, στα Φυσικά, στο Περί Γνώσεωςκαι φθοράς και στην πραγματεία Περί ψυχής[4]. Στον ίδιο, εξάλλου, οφείλεται η σύνθεση της αριστοτελικής σκέψης με τη χριστιανική πίστη. Ενώ υπήρξε «ένθερμος χριστιανός», κάποιες φορές καταλήγει και σε αιρετικές αποκλίσεις, ιδιαίτερα προς το μονοφυσιτισμό.
Ο Λεόντιος Βυζάντιος, λόγιος του τέλους του 5ου και του πρώτου μισού του 6ου αιώνα είναι ακόμη ένα σημαντικός βυζαντινός λόγιος που επηρεάστηκε από το έργο του Αριστοτέλη. Δέχεται τον ορισμό του Αριστοτέλη για το σώμα. Ωστόσο, στην περί ψυχής αντίληψή του περισσότερο πλησιάζει την πλατωνική φιλοσοφία. Αυτό, όμως, δεν τον εμποδίζει να παραμείνει πιστός στη χριστιανική πίστη, εξασφαλίζοντας όπως υποστηρίζει ο Β. Ν. Τατάκης την «εντελέχεια της ανθρώπινης σύνθεσης».[5]
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, διαπρεπέστατος Πατέρας της Εκκλησίας του 8ου αιώνα, ασχολήθηκε και μελέτησε βαθύτατα την αριστοτελική θεωρία. Αρχικά, το έργο του έγινε εγχειρίδιο σπουδής της Λογικής του Αριστοτέλη. Στην προσπάθειά του να τεκμηριώσει την ύπαρξη του Θεού, χρησιμοποίησε επιχειρήματα της αριστοτελικής φιλοσοφίας, εξ ου και το γνωστό απόφθεγμά του για το ακατάληπτο του Θεού: «άπειρον ουν το θείον και ακατάληπτον».[6]
Στην ίδια τροχιά κινείται και ο Αρέθας, λόγιος που ανήκε στον κύκλο του Πατριάρχη Φωτίου (9ος αιώνας). Κάτοχος μιας από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του καιρού του επιμελήθηκε και εξέδωσε πολλά έργα κλασικών κειμένων, μεταξύ αυτών και του Αριστοτέλη.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον για την προώθηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στο Βυζάντιο παρουσιάζει η προσωπικότητα του Γεωργίου Παχυμέρη (13ο αιώνας). [7]Στο έργο του Φιλοσοφία – σύμφωνα με τον Β. Ν. Τατάκη στους καταλόγους φέρει τον λατινικό τίτλο: Paraphrasis in universam philosophian Aristotelis – εντάσσονται διάφορες πραγματείες έργων του Αριστοτέλη.[8]
Ο Αριστοτέλης στην Τουρκοκρατία
Κατά την περίοδο πριν και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) γνωστή είναι διαμάχη αριστοτελιστών και πλατωνιστών Ελλήνων λογίων. Η κυριότερη είναι αυτή μεταξύ του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα με τον Γεώργιο Σχολάριο, πρώτο Οικουμενικό Πατριάρχη μετά την Άλωση, με το όνομα Γεννάδιος Β΄.[9]
Σημαντικότατο κεφάλαιο του αριστοτελισμού στον μεταβυζαντινό χώρο είναι το έργο του Θεόφιλου Κορυδαλέα (1570-1646), του κατεξοχήν σχολιαστή του Αριστοτέλη κατά τον 16ο αιώνα, με ισχυρότατη επίδραση σε μεταγενέστερους Έλληνες λογίους μέχρι και τα μέσα του 18ου αιώνα, εποχή που στη Δύση εμφανίζεται ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και στην καθ’ ημάς Ανατολή ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός.[10]
Στο παραπάνω πλουσιότατο υλικό των μεταβυζαντινών λογίων που ασχολήθηκαν με τον Αριστοτέλη, οφείλουμε να εντάξουμε και το έργο Ελλήνων λογίων, γνωστών ως Διδασκάλων του Γένους που στο διδακτικό τους έργο σε περιώνυμες σχολές του 18ο αιώνα, έργα του Αριστοτέλη αποτέλεσαν τον κυριότερο κορμό διδακτικών κειμένων. Χαρακτηριστική, εδώ, είναι η περίπτωση του Δωρόθεου Λεσβίου, λαμπρού λογίου του 18ου αιώνα, ο οποίος δίδαξε αριστοτελική φιλοσοφία και φυσική στην Πατριαρχική Ακαδημία Κωνσταντινουπόλεως.[11]
Ο Αριστοτέλης στην αραβική παράδοση
Οι Άραβες κατά την περίοδο της ακμής τους (8ος-13ος αι.) καλλιέργησαν τα γράμματα και τις τέχνες και δημιούργησαν το λεγόμενο αραβοϊσλαμικό πολιτισμό, που εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις θεμελιώδεις αρχές της αριστοτελικής σκέψης. Η τελευταία μεταβιβάστηκε στον ισλαμικό κόσμο με τη μεγάλη μεταφραστική κίνηση που σημειώθηκε την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων από τα ελληνικά στα αραβικά, θέτοντας, έτσι, τις βάσεις της αραβικής φιλοσοφίας (falsafa) και των αραβικών επιστημών. Τον 13ο αιώνα ο αριστοτελικός λόγος εισήλθε θριαμβευτικά στη Δύση με τις λατινικές μεταφράσεις του από την αραβική γλώσσα. Η κίνηση αυτή, γνωστή ως Σχολαστικισμός, διέδωσε την αριστοτελική φιλοσοφία στη Δύση. Συνεπώς, η Σχολαστική Φιλοσοφία του Δυτικού Μεσαίωνα φέρει αδρά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αραβικού αριστοτελισμού. Από αυτήν επηρεάστηκαν αρκετοί λόγιοι της Δύσης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Θωμά Ακινάτη (13ος αιώνας). Γνωστότεροι Άραβες αριστοτελιστές φιλόσοφοι ήταν ο Αμπού Ναζρ Μουχάμαντ ιμπν αλ-Φαράχ αλ-Φαραμπί (10ος αιώνας), ο Αβικέννας (11ο αιώνας) και ο Αβερρόης (12ος αιώνας).[12]
Βασικές έννοιες της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη
φιλία: Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια χαρακτηρίζει τον δούλο σαν ζωντανό εργαλείο ("έμψυχον όργανον"), την φιλία, όμως, μ' αυτόν τη θεωρεί δυνατή τόσο μόνο, όσο και ο δούλος είναι άνθρωπος. Δεν παραχωρεί καμία θέση στη σωματική εργασία μέσα στο σύστημα των αξιών, κι αυτό συμπίπτει με τη γραμμή του φιλοσόφου, για τον οποίο η ανθρώπινη ευτυχία ολοκληρώνεται στην πνευματική δραστηριότητα.
φύσις: Αληθινή πραγματικότητα εννοούσε τη φύση, που δίνει τον κανόνα. Στον άνθρωπο η φύση είναι προσιτή μόνο με θεωρητική γνώση. Σαν θέατρο παρομοιάζεται η φύση, κάθε αυτόματης κίνησης και μεταβολής, ενώ η αιτιολογία αυτών των φαινομένων ως προϋπόθεση όλων των μελετών των φυσικών επιστημών. Οι βασικές αρχές της αριστοτελικής ερμηνείας της φύσης είναι το εννοιολογικό ζευγάρι ύλη και είδος (=μορφή), χάρη στο οποίο ο Αριστοτέλης υπερπήδησε τον Πλατωνικό χωρισμό ανάμεσα σε μια καθαρή νοητική πραγματικότητα και τον κόσμο των αισθήσεων. Η διατύπωση του βασικού αξιώματος για την έρευνα (στα Μεταφυσικά) αφορά στο ότι πάντα πρέπει να ξεκινούμε από αυτό που μας δίνεται σαν βέβαιο από τις αισθήσεις και από κει να προχωρούμε προς τα αντικείμενα της καθαρής σκέψης. Για να μπορούν η ύλη και το είδος να βρίσκονται σ' εκείνες τις σχέσεις που θα επιτρέπουν στη μορφή να πραγματοποιείται μέσα στην ύλη, χρειαζόταν μια τρίτη αρχή, η αρχή της κίνησης, η οποία εκτός από την τοπική κίνηση, περιλαμβάνει και την ποσοτική αύξηση και την ποιοτική μεταβολή. Η πορεία της κίνησης ή καλύτερα της μεταβολής (παράδειγμα: σπόρος-αύξηση-φυτό) εκφράζει τη μετάβαση από τη δυνατότητα μιας μορφής (δύναμις) στην πραγματοποίησή της (ενέργεια), δύο έννοιες που στη σκέψη του Αριστοτέλη παίρνουν κεντρική θέση. Ως τέταρτη αρχή κοντά στην ύλη, το είδος και την κίνηση, εμφανίζεται ο σκοπός (τέλος), ως ο πιο βασικός εκπρόσωπος της τελεολογικής σκέψης.
ἀγαθόν: Ο Αριστοτέλης αναζητεί τη φύση της ευδαιμονίας, που είναι το ύψιστο αγαθό που μπορούμε να φτάσουμε με τη δράση μας. Οι αρετές του χαρακτήρα, όπως η ανδρεία, η υψηλοφροσύνη, η επιείκεια αντιτίθενται προς τις νοητικές αρετές. Απαραίτητη, όμως, για κάθε ηθική ενέργεια είναι η φρόνηση, η οποία με τη σειρά της στηρίζεται, όχι επάνω σε μια γνώση, αλλά σε μια σταθερή κατεύθυνση της βούλησης ως περιοχή της ανθρώπινης ψυχής. Η μεσότητα ανάμεσα σε δύο ακρότητες, την υπερβολή και την έλλειψη, αποτελεί την κεντρική σκέψη της ηθικής.
Θεός: Το όν και το έν αποτελούν ουσιαστικά μία δυσκολοσύλληπτη έννοια του Θεού, στην οποία ολοκληρώνεται η μεταφυσική του σκέψη. Ο Θεός του ως ακίνητος πρώτος κινητής, είναι ύψιστη μορφή χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη της ύλης. Τον θεωρεί ολοκληρωμένη νοητική δύναμη, που μπορεί να στρέφεται μόνο προς το πληρέστατο, δηλαδή μόνο προς τον εαυτό του. Η θεότητα αυτή δεν δημιούργησε τον κόσμο και δεν τον κυβερνά με το πνεύμα της Πρόνοιας. Μίλησε για έναν χωρισμό που ξεχωρίζει τον Θεό και τον κόσμο, ένα ανώτερο πνεύμα στην κορυφή του κόσμου. Όμως, έστω κι αν δεν δέχεται ο Αριστοτέλης καμμία ενέργεια Θεού, που να επιδρά στον κόσμο, μολαταύτα η κίνηση του κόσμου κατευθύνεται σ' αυτόν. Κάθε κίνηση έχει την εντελέχειά της στη μορφή που θέλει να πραγματοποιήσει. Η ανώτατη από όλες τις εντελέχειες είναι αναγκαστικά και η ανώτατη από όλες τις μορφές, δηλαδή ο Θεός, προς τον οποίο τείνει η κίνηση ολόκληρου του κόσμου. Ακίνητος ο ίδιος, είναι η αιτία της κίνησης. "Ο δε Θεός και η φύσις ουδέν μάτην ποιούσιν". Δηλαδή, η φύση δημιουργεί με επίγνωση του σκοπού της από τον τομέα της θεϊκής επενέργειας.
σώμα-ψυχή: Η κεντρική σκέψη του Αριστοτέλης τα περιγράφει ως δυό όψεις, μιας και της ίδιας ουσίας, που μεταξύ τους βρίσκονται σε σχέση ύλης και μορφής (ύλη-είδος). Ως μορφή του ζωντανού όντος η ψυχή είναι σύμφωνα με τη θεωρία του Αριστοτέλη συγχρόνως και η εντελέχειά του. Το απλούστατο είδος ψυχής που το έχει ακόμα και το φυτό, διαθέτει μόνο τη δύναμη της διατροφής (θρεπτικόν), μαζί με την οποία υπάρχει και η δύναμη της αναπαραγωγής. Τα ζώα έχουν την ικανότητα, έστω και σε πολύ διαφορετικό βαθμό, να αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις (αισθητικόν), ενώ στα ανώτερα είδη προστίθενται σ' αυτά η επιθυμητική διάθεση (ορεκτικόν) και η κινητική ( κινητικόν). Μόνο στον άνθρωπο προσιδιάζει η νοητική ικανότητα (διανοητικόν). Μόνο ο νους είναι απαλλαγμένος από τον σύνδεσμο με το σωματικό. Μπαίνει προφανώς απ' έξω μέσα στο έμβρυο και σ' αυτήν τη βαθμίδα της αριστοτελικής σκέψης είναι και το μόνο τμήμα της ψυχής το οποίο επιζεί, με την έννοια της αθανασίας.
↑Χρήστος Τερέζης (2001), «Ο βυζαντινός Αρέθας ως σχολιαστής του Αριστοτέλη», στο: Αθήνα και Εσπερία, Αθήνα: Εταιρεία Αριστοτελικών Μελετών Το Λύκειον, σσ. 278-291. Πρβλ. PaulLemerle, (1985), Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός. Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση κα την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, μτφρ. Μαρία Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σσ. 192-196.
↑Β. Ν. Τατάκης, (1977), όπ. π., σ. 223. Πρβλ. Ν. Ματσούκας, (1994), Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας. Με παράτημα το σχολαστικισμό του Δυτικού Μεσαίωνα, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σσ. 164-165.
↑Παναγιώτης Κονδύλης, (1988), Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι φιλοσοφικές του ιδέες, Αθήνα: Θεμέλιο.
↑Λίνος Μπενάκης, (1977), «Από την ιστορία του μεταβυζαντινού αριστοτελισμού στον ελληνικό χώρο. Αμφισβήτηση και υπεράσπιση του φιλοσόφου στον 18ο αιώνα. Νικόλαος Ζαρζούλης – Δωρόθεος Λέσβιος», στη: Φιλοσοφία, τ. 7, σσ. 416-454.
↑Ζιάκας Γρηγόριος, (1986), Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης στην αραβική παράδοση, Θεσσαλονίκη: Έκδοση Υπηρεσίας Δημοσιευμάτων ΑΠΘ.
Πέτσιος Θ. Κωνσταντίνος, (2007), Νεοελληνική φιλοσοφία. Από την έρευνα των πηγών στην προβολή των δεδομένων. Το Εργαστήριο Ερευνών Νεοελληνικής Φιλοσοφίας στην ψηφιακή κοινωνία, Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
PodskalskyGerhard, (2008), Η Ελληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας 1453-1821. Η Ορθοδοξία στη σφαίρα επιρροής των δυτικών δογμάτων μετά τη Μεταρρύθμιση, μτφρ., πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνός, Αθήνα: Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Ρωμανός Π. Κωνσταντίνος, (2001), Ελληνιστικό Ισλάμ. Ο ελλείπων κρίκος στη διαχρονική πορεία της ελληνικής παιδείας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Τατάκης Ν. Βασίλειος, (1952), «Πλατωνισμός και Αριστοτελισμός στο Βυζάντιο», στο: Θέματα Χριστιανικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Αθήναι: Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σσ. 147-194.
Ο ίδιος, (1977), Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, μτφρ. Εύα Καλπουρτζή, επιμ. Λίνος Μπενάκης, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.
Τερέζης Χρήστος, (2001), «Ο βυζαντινός Αρέθας ως σχολιαστής του Αριστοτέλη», στο: Αθήνα και Εσπερία, Αθήνα:Εταιρεία Αριστοτελικών Μελετών Το Λύκειον, σσ. 278-291.
Ο ίδιος, (2011), Πλάτων και Αριστοτέλης. Προς μια συμφιλίωση, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
Ψημμένος Ν., (1988-1989), Η ελληνική φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821. Ανθολογία κειμένων με εισαγωγή και σχόλια, ττ. 2, Αθήνα: Γνώση.
WilsonG. N., Οι λόγιοι στο Βυζάντιο, μτφρ. Νίκος Κονομής, Αθήνα: Καρδαμίτσας.