Μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης του Αριστόνικου, οι Ρωμαίοι αντάμειψαν όλους τους συμμάχους τους που τους παρείχαν βοήθεια. Στους διαδόχους του Αριαράθη Ε΄, ο οποίος πάντα εξέφραζε την πίστη του στη Ρώμη και έπεσε μαχόμενος, η Σύγκλητος χάρισε την Κιλικία και τη Λυκαονία.[1]
Την περίοδο που σκοτώθηκε ο Αριαράθης, βρίσκονταν στη ζωή έξι από τους γιους του με τη βασίλισσά του, Νύσα. Εκείνη ορίστηκε κυβερνήτης του κράτους μέχρι να μπορέσει να ασκήσει κάποιος από αυτούς την εξουσία. Επειδή όμως η Νύσα δεν θέλησε να παραδώσει τον θρόνο δηλητηρίασε τα παιδιά της. Αποτροπιασμένοι οι αυλικοί κατάφεραν να περισώσουν ένα από αυτά, κι αφού θανάτωσαν τη βασίλισσα, τον ανέβασαν στον θρόνο με την επωνυμία Αριαράθης ο Επιφανής Φιλοπάτωρ. Ο τελευταίος κυβέρνησε για μια δεκαπενταετία περίπου χωρίς να διασώζονται ιδιαίτερες λεπτομέρειες για σημαντικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν την περίοδο αυτή.[1]
Φαίνεται πως ήρθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά του Πόντου, τον Μιθριδάτη Ε΄ τον Ευεργέτη. Σε μια προσπάθεια να καταστήσει την Καππαδοκία δορυφόρο της ποντικής πολιτικής, ο τελευταίος πάντρεψε τελικά τον Αριαράθη με την κόρη του, Λαοδίκη. Αυτό ωστόσο δεν ήταν αρκετό για τον αδερφό της, νέο βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη ΣΤ΄ τον Ευπάτορα, ο οποίος κανόνισε τη δολοφονία του Αριαράθη μέσω ενός ευγενούς που ονομαζόταν Γόρδιος.[2]
Ο Αριαράθης Ε΄ βοηθά τη Ρώμη να καταστείλει την επανάσταση του Αριστόνικου. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης αυτής χάνει τη ζωή του.
Οι Ρωμαίοι παραχωρούν στην Καππαδοκία την Κιλικία και τη Λυκαονία.
Η Νύσα δολοφονεί τα παιδιά της για να μην παραδώσει τον θρόνο. Οι αυλικοί της σώζουν ένα από αυτά κι, αφού θανατώσουν τη βασίλισσα, τον ανεβάζουν στον θρόνο. Πρόκειται για τον Αριαράθη ΣΤ΄ τον Επιφανή Φιλοπάτορα.