Ο ανορθίτης (και αγγλ.-γαλλ.anorthite, από το αρχαίο ελληνικό στερητικό μόριο αν και το επίθετο ορθός) είναι πυριτικό ορυκτό, το μετά ασβεστίου τερματικό μέλος της σειράς ορυκτών των πλαγιοκλάστων αστρίων. Δεν πρέπει να συγχέεται με το πέτρωμαανορθοσίτη. Ο μοριακός χημικός τύπος του καθαρού ανορθίτη είναι CaAl2Si2O8, ενώ ως ορυκτό συμβολίζεται[1] με An. Ο ανορθίτης ανευρίσκεται μέσα σε μαγνησιούχα και σιδηρούχα εκρηξιγενή πετρώματα, και είναι σπάνιος στη Γη[2], αλλά αφθονεί στη Σελήνη.[3]
Ορυκτολογία
Ο ανορθίτης είναι το ένα τερματικό μέλος της σειράς ορυκτών των πλαγιοκλάστων αστρίων, με το άλλο τερματικό μέλος να είναι ο αλβίτης (NaAlSi3O8). Η ονομασία αναφέρεται και σε ενδιάμεσες συστάσεις πλαγιοκλάστων με περισσότερο από 90% μοριακή σύσταση από καθαρό ανορθίτη. Η σύσταση των πλαγιοκλάστων αστρίων εκφράζεται συχνά ως μοριακό ποσοστό An% ή (για συγκεκριμένη ποσότητα) Ann, όπου n = Ca/(Ca + Na) × 100.[4] Αυτή η εξίσωση βρίσκει εφαρμογή κυρίως στα γήινα δείγματα, ενώ στα σεληνιακά πετρώματα χρειάζεται πιθανότατα να συμπεριλάβει και άλλα κατιόντα, όπως του δισθενούς σιδήρου, προκειμένου να ερμηνεύσει αποκλίσεις μεταξύ οπτικώς και δομικώς (με σκέδαση ακτίνων Χ) αποκτηθέντων δεδομένων από σεληνιακούς ανορθίτες.[5]
Σε κανονική πίεση, ο καθαρός (An100) ανορθίτης τήκεται (λιώνει) σε θερμοκρασία 1.553 °C.[6]
Παρουσία
Ο ανορθίτης συναντάται σπανίως στον φλοιό της Γης, μέσα σε μαγνησιούχα και σιδηρούχα εκρηξιγενή πετρώματα. Συναντάται επίσης σε κοκκώδη μεταμορφωσιγενή πετρώματα που έχουν μεταμορφωθεί σε υψηλές θερμοκρασίες (σε ανθρακικά και κορουνδιακά αποθέματα). Χαρακτηριστικές περιοχές του (type locality, TL) είναι το Όρος Σόμμα (ουσιαστικά το ηφαιστειακό συγκρότημα του Βεζούβιου) και η κοιλάδα Βάλλε ντι Φάσσα, στην Ιταλία. Στην Ελλάδα συναντάται ως κύριο συστατικό στα ενδοπολυγενή εγκλείσματα σε κοιλότητες σαντορινίτη της Σαντορίνης, καθώς και σε κοιλότητες μέσα σε λάβες των εκρήξεων Αγ. Γεωργίου και Δάφνης (επίσης στη Σαντορίνη) μαζί με φασσαΐτη, ολιβίνη, τιτανίτη και βολλαστονίτη. Σε ίχνη έχει επίσης εντοπισθεί στη Νάξο και τη Ρόδο. Ο ανορθίτης περιγράφηκε για πρώτη φορά το έτος 1823. Είναι πιο σπάνιο στα επιφανειακά πετρώματα από ό,τι θα ανέμενε κάποιος, εξαιτίας του υψηλού δυναμικού διαβρώσεως που έχει.
Το ορυκτό αποτελεί σημαντικό συστατικό της επιφάνειας της Σελήνης πλην των «θαλασσών» της. Το δείγμα «Genesis Rock», που συλλέχθηκε από τη Σελήνη το 1971 από την αποστολή Απόλλων 15, είναι ανορθοσίτης, ένα πέτρωμα που αποτελείται κατά μεγάλο μέρος από ανορθίτη. Ανορθίτης ανακαλύφθηκε επίσης σε δείγματα σκόνης από τον κομήτηWild 2 που έφερε στη Γη η αποστολή Stardust το 2006, ενώ το ορυκτό αποτελεί σημαντικό συστατικό των πλούσιων σε ασβέστιο και αργίλιο εγκλεισμάτων σε σπάνια είδη χονδριτώνμετεωριτών.
↑Deer, W.A., Howie, R.A. και Zussman, J. (1966). An Introduction to the Rock Forming Minerals. Λονδίνο: Longman. σελ. 336. ISBN0-582-44210-9.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
↑Wenk, H.-R.; Wilde, W.R. (1 August 1973). «Chemical anomalies of Lunar plagioclase, described by substitution vectors and their relation to optical and structural properties». Contributions to Mineralogy and Petrology41 (2): 89-104. doi:10.1007/BF00375035.
↑J.R. Goldsmith (1980): «The melting and breakdown reactions of anorthite at high pressures and temperatures», Am. Mineralogist, τόμ. 65, σσ. 272-284
Πηγές
Βετούλης, Δομένικος: Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμ. 5, σελ. 783