Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|1|01|2025}}
Τα ακυλαλογονίδια ή αλογονίδια καρβονικών οξέων είναι οργανικές χημικές ενώσεις που είναι άμεσα παράγωγα των καρβονικών οξέων, με υποκατάσταση του υδροξυλίου του καρβοξυλίου τους από αλογόνο. Ο γενικός τους τύπος είναι, λοιπόν, RCOX, όπου R η υπόλοιπη, μετά το πρώην καρβοξύλιο ένωση, CO το καρβονύλιο του πρώην υδροξυλίου και X το αλογόνο. Η χαρακτηριστική ομάδα των ακυλαλογονιδίων (-COX) ονομάζεται αλοφορμική ομάδα και χαρακτηρίζεται κύρια, εκτός αν στην οργανική ένωση συνυπάρχουν καρβοξύλια, ομάδες άλλων οργανικών οξέων (όπως π.χ. σουλφοξυομάδες) ή και εστερικές ομάδες. Στην περίπτωση που μια οργανική ένωση περιέχει αλοφορμική ομάδα ως δευτερεύουσα χαρακτηριστική ομάδα, δεν χαρακτηρίζεται ακυλαλογονίδιο, αν και η αλοφορμική ομάδα διατηρεί τις ιδιότητές της.
Ονοματολογία
Η ονομασία κάθε ακυλαλογονιδίου προέρχεται από την ονομασία του κύριου υδρογονάνθρακα (που κυριαρχεί στην αλυσίδα του μορίου της) όπου η κατάληξη "-ιο", αντικαθίσταται με την "-οϋλοαλογονίδιο", π.χ. μεθάνιο → μεθανοϋλοαλογονίδιο, αιθάνιο → αιθανοϋλοαλογονίδιο, προπάνιο → προπανοϋλοαλογονίδιο, προπένιο → προπενοϋλοαλογονίδιο, κ.τ.λ..
Η τυχόν παρουσία και δεύτερης αλοφορμικής ομάδας σημειώνεται με ένα πρόθεμα -δι-. Π.χ. αιθανοδιοϋλοαλογονίδιο, προπανοδιοϋλοαλογονίδιο, κ.τ.λ.. Αν τυχόν υπάρχουν περισσότερες ή αν είναι απαραίτητο για λόγους απλούστευσης της ονομασίας της ένωσης, οι αλδεϋδομάδας μπορούν να μπουν και ως υποκαταστάτες, με τον αύξοντα αριθμό του ανθρακοατόμου της κύριας αλυσίδας στο οποίο ενώνεται η αλδεϋδομάδα και το πρόθεμα «αλοφορμυλο-». Π.χ. 2-αλοφορμυλοπενταανοδιοϋλοαλογονίδιο.
Αν συνυπάρχουν δευτερεύουσες χαρακτηριστικές ομάδες, αυτές μπαίνουν ως προθέματα μπροστά από το κυρίως όνομα της αλδεΰδης, με τους αριθμούς θέσης τους, αν είναι απαραίτητο. Π.χ. 2-αμινοαιθανοϋλοαλογονίδιο.