Η Οσία Δομνίνα η νέα, επίσης γνωστή στη Δύση ως Δομνίνα της Συρίας[1], ήταν ασκήτρια του 5ου αιώνα[2]. Το όνομά της αναφέρεται στο ΒυζαντινόΣυναξάριο[3][2], και σύμφωνα με τον Θεοδώρητο, επίσκοπο Κύρου, η Δομνίνα είχε γεννηθεί σε πλούσια Συριακή οικογένεια[2].
Ως νέα γυναίκα είχε κατασκευάσει ένα καπέλο από στάχυα κεχριού[1], στον κήπο του σπιτιού της μητέρας της, στον Κύρρο κοντά στην Αντιόχεια[1].
Εκεί πέρασε όλη τη ζωή της, μέχρι που έγινε πολύ αδύνατη[2]. Έτρωγε μόνο φακές μουσκεμένες στο νερό[4] και πήγαινε στην εκκλησία το πρωί και το απόγευμα. Η Δομνίνα κάλυπτε το πρόσωπό της με πέπλο, ώστε κανείς να μην μπορεί να το δει[4]. Είχε 250 γυναίκες ακόλουθες, που περνούσαν την ώρα τους με χειρονακτική εργασία και "απασχολώντας τα χέρια τους με το γνέσιμο μαλλιού και καθαγιάζοντας τις γλώσσες τους με ύμνους."[1].
Ο Θεοδώρητος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του γράφει (κεφ. XXX στην Patrologia Graeca), ότι η Δομνίνα απέκτησε τέτοιο βαθμό θρησκευτικής έκστασης, που δεν μπορούσε να μιλήσει χωρίς να κλαίει, καθώς θεωρείτο ότι είχε εμπνευστεί από την αγάπη του Θεού[2].
Πέθανε μεταξύ του 450 και του 460 μ.Χ.[4]. Η Δομνίνα τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Μαρτίου, καθώς και από την Καθολική και την Μαρωνιτική Εκκλησία.