Το Αβαλόν (γαλλικά: Avallon), είναι πόλη και έδρα δήμου της ΒΑ. κεντρικής Γαλλίας, στο νομόΙόν (Yonne) της Βουργουνδίας. Ο δήμος έχει έκταση 26,75 χμ² και πληθυσμό 7.248 κατοίκους (2010).[7] Βρίσκεται 40 χλμ. ΝΑ της πόλης Οσέρ σε ύψωμα στους βόρειους πρόποδες του όρους Μορβάν, που βλέπει προς την κοιλάδα του ποταμού Κουζίν (Cousin).
Ονομασία
Το όνομα της πόλης φαίνεται να προέρχεται από την γαλατοκελτική λέξη Aballo «μήλο, μηλιά» και το επίθημα -one,[8][9] και εμφανίζεται σε νόμισμα του λαού των Εντουέν (Éduens). Η λέξη σχετίζεται, πιθανότατα, με τον θεό Abellio(n) , προστάτη των οπορωφόρων δένδρων και της καλής καρποφορίας, γενικότερα.
Ιστορία
Η περιοχή είχε ήδη κατοικηθεί πριν από τη ρωμαϊκή εποχή. Η παρουσία ενός οικισμού (oppidum) του γαλατικού λαού των Εντουέν προσφέρει μαρτυρία γι αυτό. Φαίνεται ότι η πόλη εξαρτιόταν από την επαρχία Ωτέν (Autun). Η περιοχή του Μορβάν, με τις πολλές πηγές και τα μεγάλα δάση, φαίνεται ότι προσείλκυε τις πλούσιες γαλατορωμαϊκές οικογένειες από το Οτίν και ήταν εύκολα προσβάσιμη μέσω της Αγριππαίας Οδού (Via Agrippa).
Τον 7o αιώνα, ο μοναχός Ιωνάς (Jonas) αναφέρει ένα φρούριο με το όνομα Castrum Cabalonem, το οποίο όμως δεν απέτρεπε σποραδικές εισβολές. Σαρακηνοί από την Ισπανία, το 731 μ.Χ., έκαναν συχνά επιτυχείς επιδρομές στην Βουργουνδία και, γενικότερα, κατά τα μέσα του 8ου αιώνα. Επίσης οι Νορμανδοί Βίκινκς είχαν πολλαπλασιάσει τις ληστρικές επιδρομές τους μετά το 843 και, έτσι, οι φοβισμένοι κάτοικοι αποφάσισαν να περιβάλλουν την πόλη με ένα μεγάλο τείχος.
Το Αβαλόν κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, υπήρξε η σημαντικότερη πόλη της περιοχής, με την ονομασία Pagus Avalensis. Η τύχη της συνδέθηκε με εκείνη της Βουργουνδίας, μερικές φορές ως ανεξάρτητο βασίλειο, μερικές φορές στην ευρύτερη περιοχή της Αυστρασίας (Austrasia), μέχρι τον 9ο αιώνα, περίπου. Το 806, ο Καρλομάγνος, μέσω διατάγματος δώρισε το Αβαλόν και την περιοχή Οσουά (Auxois) στο γιο του Λουδοβίκο και αργότερα, το 817 στον άλλο γιο του, Πεπίνο. Το 931, ο δούκας της Βουργουνδίας, Γκισλμπέρ (Gislebert), πηγαίνει σε πόλεμο εναντίον του βασιλιά των Φράγκων, Ροδόλφο, και η πόλη προσαρτάται στην κομητεία του Οσέρ (Auxerre). Το 1005 ο βασιλιάς Ροβέρτος ο Ευσεβής θέλει να ανακτήσει το δουκάτο της Βουργουνδίας και να το παραδώσει στον κόμη Ότο Γκιγιόμ. Το Αβαλόν πολιορκήθηκε για τρεις μήνες, αλλά τελικά, η πείνα ανάγκασε τους κατοίκους να παραδώσουν την πόλη. Στη συνέχεια, καταστράφηκε και οι περισσότεροι κάτοικοι σφαγιάστηκαν ή εξορίστηκαν, ενώ ο μύθος λέει ότι υπήρξαν μόνο 300 επιζώντες. Οι κάτοικοι έμειναν σε καθεστώς δουλοπαροικίας, μέχρι το 1200 περίπου, οπότε απέκτησαν το στάτους των «ελευθέρων», μέσω διατάγματος του δούκα της Βουργουνδίας Εύδη (Eudes).
Παρά τις οχυρώσεις του, το Αβαλόν δεν απέφυγε τις επιδρομές κατά τον Εκατονταετή Πόλεμο. Το 1359, ο βασιλιάς Εδουάρδος Γ' της Αγγλίας, εγκατέστησε στρατεύματα στο Γκιγιόν, από όπου λεηλατούσαν το γειτονικό Αβαλόν, κάτι που συνεχίστηκε και αργότερα, παρά τη συνθήκη του Γκιγιόν και την αποχώρηση των στρατευμάτων, αφού μισθοφόροι συνέχισαν να λυμαίνονται την περιοχή.
Κατά την έναρξη του 15ου αιώνα οι οχυρώσεις της πόλεις ήταν ερείπια. Το 1419 και το 1421, με χρηματοδότηση των τότε δουκών Ιωάννη και Φιλίππου Γ΄ , έγινε η ανακατασκευή τους. Ωστόσο, το 1433, ο Ζαν Εσπαϊγί (Jean Espailly), μισθοφόρος στην υπηρεσία του βασιλιά της Γαλλίας, κατέλαβε την πόλη για οκτώ μήνες. Θα χρειαστούν έξι εβδομάδες πολιορκίας από τον Δούκα Φίλιππο για να ανακαταληφθεί, αλλά μεγάλο τμήμα της κάηκε και καταστράφηκε ενώ χάθηκε ο μισός πληθυσμός της. Χρειάστηκαν είκοσι χρόνια για την πόλη για να ανακάμψει από αυτή τη δοκιμασία. Τα τείχη ανακατασκευάστηκαν, ενώ το 1453 υψώθηκε ένας τετράγωνος πύργος στο υψηλότερο σημείο του Αβαλόν, όπου τοποθετήθηκε ένα ρολόι και οι δρόμοι λιθοστρώθηκαν. Το 1543, ο πληθυσμός είχε σχεδόν τριπλασιαστεί, όμως οι Γαλλικοί θρησκευτικοί πόλεμοι (1562-98) προκάλεσαν μεγάλες ζημιές, ενώ ήλθε να προστεθεί και η ζοφερή περίοδος της πανούκλας (1531-1587). Το 1594 λεηλατήθηκε από τους ζηλωτές του δόγματος της παπικής Εκκλησίας.[10]
Οικονομία
Στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή λειτουργούν βιομηχανίες τροφίμων (μπισκοτοποιίες, τζίντζερμπρεντ), εργοστάσια ελαστικών αυτοκινήτων και ρουλεμάν, πλεκτήρια και βυρσοδεψεία.[10]
Αξιοθέατα
Εκκλησίες
Ο Άγιος Λάζαρος (Saint-Lazare): κολλεγιακή εκκλησία ρωμανοβουργουνδικού ρυθμού, που χρονολογείται από τον 12ο αιώνα, πάνω σε παλαιότερη εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία,[11] της οποίας τα ερείπια αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφή του 1861. Οι δύο πύλες της πρόσοψης δεσπόζουν στο οικοδόμημα. Ο Ιστορικός Victor Petit τους απεκάλεσε το 1870 ως «αριστουργήματα της διακοσμητικής γλυπτικής».[12] Το καμπαναριό κατέρρευσε το 1633 και αντικαταστάθηκε το 1670 από την τρέχουσα κατασκευή.
Ο Άγιος Μαρτίνος (Saint-Martin): κατασκευάστηκε γύρω στο 1650. Η πρόσοψή του είναι δωρικού ρυθμού και η μικρή πύλη ιωνικού ρυθμού. Αναστηλώθηκε και διευρύνθηκε το 1848.
Διάφορα
Ο Πύργος του Ρολογιού (La Tour de l’Horloge): είχε κατασκευαστεί στο υψηλότερο σημείο της πόλης, τον Φεβρουάριο του 1456. Η αψίδα που στηρίζει το κτίριο ονομάστηκε Porte de la Boucherie ή Bouchoise. Έχει ύψος 49 μ., και η καμπάνα ζυγίζει πάνω από 250 κιλά.
Μια σπειροειδής πέτρινη σκάλα οδηγεί σε διαφορετικούς ορόφους, τα οποία φωτίζονται από καφασωτά παράθυρα. Οι δημοτικοί σύμβουλοι συνεδρίαζαν σε ένα δωμάτιο του πύργου, μέχρι το 1772. Στο τέλος του 18ου αιώνα, ο πύργος χρειάστηκε επείγουσα επισκευή και οι δημοτικοί σύμβουλοι πρότειναν τη κατεδάφισή του. Αλλά η βίαιη αντίδραση από τους κατοίκους, με επικεφαλής τον αρχιτέκτονα Jacques Nicolas Caristie, τους ανάγκασε να αλλάξουν απόφαση. Ο πύργος επισκευάστηκε και ανακατασκευάστηκε μεταξύ 1825 και 1835, ενώ εκεί απεικονίζεται ο θυρεός της πόλης.
Είναι το «σήμα κατατεθέν» του Αβαλόν και ένας «φρουρός» είναι παρών, μέρα και νύχτα. Χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς το 1930.[13]
Το Νοσοκομείο (L’hôpital): κατασκευάστηκε μεταξύ 1715 και 1728.
Το Ιστορικό Δημαρχείο (Hôtel-de-Ville): είναι κτίσμα του 1770 και έχει την εμφάνιση κανονικής οικίας.
Επίσης, σώζονται ερείπια πύργων του 15ου αιώνα και προμαχώνων του 16ου αιώνα. Υπάρχει μουσείο με συλλογές έργων τέχνης από διάφορες εποχές.[10]
↑Populations légales 2007 de la commune d’Avallon Insee
↑Albert Dauzat et Charles Rostaing, Dictionnaire étymologique des noms de lieux en France, Larousse 1963, épuisé, réimpression Librairie Guénégaud 1979, p. 40b
↑Xavier Delamarre, Dictionnaire de la langue gauloise. Une approche linguistique du vieux-celtique continental, Paris, éditions Errance, 2003 (ISBN 2-87772-237-6), p. 1