Ύπαρχος

Γενικά Ύπαρχος (υπό + άρχων) σημαίνει ο αμέσως μετά τον άρχοντα, υπαρχηγός ή αναπληρωτής του άρχοντα.

Σύγχρονη χρήση

Κυρίως όμως αποτελεί ναυτικό διοικητικό τίτλο σε θέση αμέσως μετά το Κυβερνήτη αξιωματικού παντός πολεμικού πλοίου και ανεξαρτήτως βαθμού, του οποίου αυτός φέρει, αντικαθιστώντας αυτοδίκαια και αυτεπάγγελτα τον Κυβερνήτη του. Σε αυτόν κατ' ουσία συγκεντρώνονται τα βάρη της εσωτερικής υπηρεσίας του πλοίου καθώς και της καλής συντήρησης αυτού, εκτός του μηχανοστασίου.

Στο Εμπορικό Ναυτικό χρησιμοποιείται ο τίτλος του Ύπαρχου κυρίως στα επιβατηγά, ενώ στα φορτηγά χρησιμοποιείται επί το πλείστον ο όρος Υποπλοίαρχος ή ο αγγλικός όρος Chief Officer (Τσιφ Όφισερ) έναντι του Πλοιάρχου που ονομάζεται Κάπταιν ή Μάστερ (Captain or Master) και εκτελεί βάρδια τις τετραωρίες 16.00-20.00 και 04.00-08.00, με επιπρόσθετα καθήκοντα την ασφαλή φορτοεκφόρτωση του πλοίου και τον καθαρισμό των κυτών (αμπαριών) του.

Τόσο στο Πολεμικό Ναυτικό όσο και στο Εμπορικό Ναυτικό ο Ύπαρχος ανήκει στους Μάχιμους Αξιωματικούς ή στο Προσωπικό καταστρώματος αντίστοιχα.

Αρχαιότητα

Στην ελληνική αρχαιότητα ο όρος ύπαρχος δήλωνε τον σύγχρονο υποστράτηγο, ή τον έπαρχο και άλλοτε τον υποταγμένο με κάποια εξουσία ("τους Καρχηδονίων υπάρχους" Πολύβιος). Η δε φράση "ύπαρχος πόλεως" ήταν ο αντίστοιχος σήμερα φρούραρχος, καλούμενος επίσης και "πολίαρχος". Κατά δε τον Ησύχιο ύπαρχος λεγόταν ο οικονόμος, ο στρατηγός πολέμου. Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ύπαρχος λεγόταν ο υπεύθυνος της επιμελητείας του στρατού σε περίοδο εκστρατείας, συνώνυμος όρος ήταν ο "μέγας στρατοπεδάρχης".

Πηγές

  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.59ος, σελ.390.