Οι αθλητές είχαν στη διάθεσή τους δύο προσπάθειες για τις οποίες βαθμολογούνταν από τους κριτές τόσο για την απόσταση που διένυσαν όσο και για το στυλ και την προσγείωσή τους. Νικητής αναδείχθηκε ο Νορβηγός Τζέικομπ Τούλιν Ταμς, ενώ το ασημένιο μετάλλιο πήρε ο συμπατριώτης του Ναρβ Μπόνα. Το χάλκινο μετάλλιο απονεμήθηκε αρχικά στον επίσης Νορβηγό Θόρλαϊφ Χάουγκ, όμως 50 χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκε πως έγινε λάθος στη βαθμολογία και η τρίτη θέση δόθηκε με καθυστέρηση στον Νορβηγοαμερικανό Άντερς Χάουγκεν.
Συμμετέχουσες χώρες
Στον ιστότοπό της, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ονομάζει 13 ακόμη αθλητές στο αγώνισμα που όμως δεν ξεκίνησαν τον αγώνα και έτσι δεν καταγράφονται στη λίστα των συμμετεχόντων.[1] Οι εννέα χώρες που έλαβαν μέρος είναι οι εξής (σε παρένθεση ο αριθμός των αθλητών):
Η αποστολή της Νορβηγίας για το αγώνισμα αποτελείτο από δύο ειδικούς στο άλμα, τους Ναρβ Μπόνα και Τζέικομπ Τούλιν Ταμς, τον Έιναρ Λάντβικ (θεωρείτο ότι είχε το καλύτερο στυλ) και τον Θόρλαϊφ Χάουγκ, ο οποίος είχε ήδη κατακτήσει τρία χρυσά μετάλλια στο Σαμονί σε χιονοδρομία αντοχής και βόρειο σύνθετο. Αν και ο Χάουγκ δεν ήταν ένας από τους τέσσερις καλύτερους άλτες της χώρας, πήρε θέση στην ομάδα προς τιμήν των μεγάλων ικανοτήτων που επέδειξε ως σκιέρ στους Αγώνες. Ο μόνος σοβαρός διεκδικητής ενάντια στη νορβηγική υπεροχή θεωρείτο ο Νορβηγοαμερικανός Άντερς Χάουγκεν, γνωστός για τα μακρά και τολμηρά άλματά του, αλλά και για τις ασταθείς προσγειώσεις του.
[2]
Στον πρώτο γύρο, ο Ταμς πήρε το προβάδισμα με άλμα στα 49 μέτρα, μπροστά από Μπόνα (47,5μ.) και Χάουγκεν (49μ.), ενώ ο Χάουγκ ήταν τέταρτος (44 μ.), αν και το στυλ του άφησε πολύ καλές εντυπώσεις. Στον δεύτερο γύρο, ο Ταμς έκανε άλμα 49 μέτρων με καλύτερο στυλ από το πρώτο του, κάτι που του απέφερε περισσότερους βαθμούς. Ο Χάουγκεν έκανε ξανά το μεγαλύτερο άλμα στον αγώνα (50 μ.), αλλά έχασε βαθμούς εξαιτίας της κακής προσγείωσής του. Ο Χάουγκ έκανε 44,5μ. με ακόμα καλύτερο στυλ σε σχέση με τον πρώτο γύρο, ενώ ο Μπόνα ισοφάρισε τον Ταμς στα 49 μέτρα, αλλά δεν κατάφερε να τον νικήσει στους συνολικούς βαθμούς. Έτσι, οι Νορβηγοί πανηγύρισαν το απόλυτο στο αγώνισμα με τρία μετάλλια (χρυσό στον Ταμς, ασημένιο στον Μπόνα και χάλκινο στον Χάουγκ), με τον Χάουγκεν να μένει στην τέταρτη θέση και τον Λάντβικ στην πέμπτη.[2]
Μετά το τέλος του αγώνα, μερικοί άλτες προχώρησαν σε επίδειξη για το ενθουσιώδες κοινό, κάνοντας άλματα με τη μέγιστη ταχύτητα. Ο Θόραλφ Στρέμσταντ, ασημένιος Ολυμπιονίκης σε χιονοδρομία αντοχής και βόρειο σύνθετο πίσω από τον Χάουγκ, έκανε άλμα στα 57,5 μέτρα, που ήταν το μεγαλύτερο άλμα στην ιστορία μέχρι τότε.[2]
Το 1974, ο Στρέμσταντ επικοινώνησε με τον Νορβηγό ιστορικό χιονοδρομιών Τζέικομπ Βάγκ, ισχυριζόμενος ότι οι πόντοι για το αγώνισμα δεν είχαν υπολογιστεί σωστά. Οι δυο τους κατάφεραν να αποδείξουν ότι πράγματι έγινε λάθος στη βαθμολογία υπέρ του Χάουγκ και η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή το επαλήθευσε. Αποφασίστηκε η αναταξινόμηση του Χάουγκ στην τέταρτη θέση, ενώ το χάλκινο μετάλλιο απονεμήθηκε εκ των υστέρων στον Άντερς Χάουγκεν. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1974, οργανώθηκε επίσημη τελετή στο Όσλο, κατά την οποία η κόρη του Χάουγκ χάρισε το χάλκινο μετάλλιο στον Χάουγκεν (τότε 86 ετών), πενήντα χρόνια μετά τους Αγώνες του Σαμονί. Ο Θόρλαϊφ Χάουγκ είχε αποβιώσει τον Φεβρουάριο του 1934 από πνευμονία, σε ηλικία μόλις 40 ετών.[2]